.
.
Τραγούδια του Πόντου | Ηχογραφήσεις του 1930 (Αρχείο Μέλπως Μερλιέ)

Ο ήλεν πάει σην μάναν ατ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ο ήλεν πάει σην μάναν ατ’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ο ήλεν πάει σην μάναν ατ’
χαλκομελανι͜αγμένον
Σκαμνώνει͜ ατον και κάθεται,
στρώνει͜ ατον ’κι ακουμβίζει

-Ήρθες, ήλιε μ’, και κάθεσαι
στρώνω σε, ’κι ακουμβίζεις
Μήπως με τ’ άστρα εμάλωσες;
Μήπως με το φεγγάρι;
Μήπως με τον Αυγερινόν
εποίκες δύο λόγια;

-Ουδέ με τ’ άστρα μάλωσα,
ούτε με το φεγγάρι!
Ουδέ με τον Αυγερινόν
’κ’ εποίκα δύο λόγια
Έναν παιδίν εσκότωσαν
η γλώσσα ’θε ’συντζ̌ών’νεν:

«Επάρ’τε το μιντανόπο μ’
αρ’ βάψτε͜ ατο σο αίμαν
και φέρτε͜ ατο την μάναν μου
την Τριτοκαταρά̤χτραν

Την Τρίτ’ εκαταρέθε με
την Τετάρτην εδώχτα
Τρίτη, Τετάρτη θλιβερή
Πέμπτη φαρμακωμένη
Παρασκευή ξημέρωμαν
να μη ’χε ξημερώσει»
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ακουμβίζεικατακλίνεται, ξαπλώνει στο ακούβιτο για να γευματίσει, «κάθεται στο τραπέζι» accumbo
ακουμβίζειςκατακλίνεσαι, ξαπλώνεις στο ακούβιτο για να γευματίσεις, «κάθεσαι στο τραπέζι» accumbo
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
εδώχταδιώχθηκα
εκαταρέθεκαταράστηκε
επάρ’τεπάρτε
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
ήλενήλιος/ήλιο
’θετου/της
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μιντανόπο(υποκορ.) γιλέκο, μανικωτό ζακέτο mintan/nīm-tane + -όπον
σκαμνώνειπροσφέρει σκαμνί, καθίζει κπ
’συντζ̌ών’νεν(εσυντζ̌ών’νεν) συνομιλούσε, συνδιαλεγόταν συντυχ̌αίνω<συν + τυγχάνω
Τρίτ’Τρίτη
Τριτοκαταρά̤χτραναυτή που καταράστηκε ημέρα Τρίτη
χαλκομελανι͜αγμένονχαλκομελανιασμένος
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ακουμβίζεικατακλίνεται, ξαπλώνει στο ακούβιτο για να γευματίσει, «κάθεται στο τραπέζι» accumbo
ακουμβίζειςκατακλίνεσαι, ξαπλώνεις στο ακούβιτο για να γευματίσεις, «κάθεσαι στο τραπέζι» accumbo
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
εδώχταδιώχθηκα
εκαταρέθεκαταράστηκε
επάρ’τεπάρτε
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
ήλενήλιος/ήλιο
’θετου/της
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μιντανόπο(υποκορ.) γιλέκο, μανικωτό ζακέτο mintan/nīm-tane + -όπον
σκαμνώνειπροσφέρει σκαμνί, καθίζει κπ
’συντζ̌ών’νεν(εσυντζ̌ών’νεν) συνομιλούσε, συνδιαλεγόταν συντυχ̌αίνω<συν + τυγχάνω
Τρίτ’Τρίτη
Τριτοκαταρά̤χτραναυτή που καταράστηκε ημέρα Τρίτη
χαλκομελανι͜αγμένονχαλκομελανιασμένος
Ο ήλεν πάει σην μάναν ατ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost