.
.
Ποντιακό πάρτυ

Ανάθεμα την πεθερά σ’

Ανάθεμα την πεθερά σ’
fullscreen
Ανάθεμα την πεθερά σ’
κι ας λέγ’ν’ ατεν καλέσσα
Ο κόσμον όλεν έλλαξεν
κι ατέ έν’ γουζωτέσσα
Καημέντσα! Τη σ̌κύλ’ αφορισμέντσα!

♫

Άμον ξέντσα κι αλόξενον
η άχαρος τερεί σε
Ούμπαν και να ευρίεσαι
κάτ’ λέει και τυραννί͜ει σε

♫

Πλύντς, μαειρεύ’ς, σπογγί͜εις,
’κι λέει «εκανέθεν, πουλόπο μ’»
Εμπαίν’ κι εβγαίν’ και μουρμουρίζ’
και θέλ’ να βγάλ’ το ψ̌όπο σ’

Με τον άντρα σ’ αν καλατσ̌εύ’ς
«αντρόπιστον» κουίζ’ σε
Με τα συγκόρτσ̌ι͜α σ’ κάτ’ αν λες
σ’ εξώπορτον τσ̌αΐζ’ σε

♫

Άμον τσ̌ιτσ̌έκ’ μαραίνεσαι
κι ακόμα είσαι νέισσα
Κανείς τα τέρτι͜α σ’ ’κι ακούει,
λέγ’νε «είσαι μικρέσσα»
Καημέντσα! Τη σ̌κύλ’ αφορισμέντσα!

Καημέντσα!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλόξενονεντελώς ξένο, απομακρυσμένο με τροπή του ο σε α, από το όλος + ξένος
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αντρόπιστονη πιστή και αφοσιωμένη σύζυγος, η φιλήδονη
ατέαυτή
ατεναυτήν
αφορισμέντσααφορισμένη, αναθεματισμένη
γουζωτέσσαάξεστη, αδέξια στους τρόπους, στραβόξυλο öküz
εβγαίν’βγαίνει
εκανέθενήταν αρκετό/ή, επάρκεσε για κτ ἱκανόω
έλλαξενάλλαξε
εμπαίν’μπαίνει
έν’είναι
εξώπορτονεξώπορτα
ευρίεσαιβρίσκεσαι
καημέντσακαημένη
καλατσ̌εύ’ςμιλάς, συνομιλείς, συζητάς keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καλέσσακαλή
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κουίζ’φωνάζω/ει, λαλώ/εί, καλώ/εί κπ ονομαστικά
λέγ’ν’λένε
λέγ’νελένε
μαειρεύ’ςμαγειρεύεις
μικρέσσαμικρή, νεαρή
νέισσανέα
ξέντσαξένη
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
ούμπανόπου κι αν
πλύντςπλένεις
πουλόποπουλάκι
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
σπογγί͜ειςσκουπίζεις
συγκόρτσ̌ι͜ασυνομήλικα κορίτσια
τερείκοιτάει
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τσ̌αΐζ’φωνάζω/ει, επιπλήττω/ει
τσ̌ιτσ̌έκ’λουλούδι çiçek
τυραννί͜ειτυραννάει, ταλαιπωρεί
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αλόξενονεντελώς ξένο, απομακρυσμένο με τροπή του ο σε α, από το όλος + ξένος
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αντρόπιστονη πιστή και αφοσιωμένη σύζυγος, η φιλήδονη
ατέαυτή
ατεναυτήν
αφορισμέντσααφορισμένη, αναθεματισμένη
γουζωτέσσαάξεστη, αδέξια στους τρόπους, στραβόξυλο öküz
εβγαίν’βγαίνει
εκανέθενήταν αρκετό/ή, επάρκεσε για κτ ἱκανόω
έλλαξενάλλαξε
εμπαίν’μπαίνει
έν’είναι
εξώπορτονεξώπορτα
ευρίεσαιβρίσκεσαι
καημέντσακαημένη
καλατσ̌εύ’ςμιλάς, συνομιλείς, συζητάς keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καλέσσακαλή
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κουίζ’φωνάζω/ει, λαλώ/εί, καλώ/εί κπ ονομαστικά
λέγ’ν’λένε
λέγ’νελένε
μαειρεύ’ςμαγειρεύεις
μικρέσσαμικρή, νεαρή
νέισσανέα
ξέντσαξένη
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
ούμπανόπου κι αν
πλύντςπλένεις
πουλόποπουλάκι
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
σπογγί͜ειςσκουπίζεις
συγκόρτσ̌ι͜ασυνομήλικα κορίτσια
τερείκοιτάει
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τσ̌αΐζ’φωνάζω/ει, επιπλήττω/ει
τσ̌ιτσ̌έκ’λουλούδι çiçek
τυραννί͜ειτυραννάει, ταλαιπωρεί
ψ̌όποψυχούλα
Ανάθεμα την πεθερά σ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost