.
.
Παράδοση για πάντα

Χριστός ’γεννέθεν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Χριστός ’γεννέθεν, χαράν σον κόσμον
Χα! Καλή ώρα, καλή σ’ ημέρα
Χα! Καλόν παιδίν οψέ ’γεννέθεν

Οψέ ’γεννέθεν, ουρανοστάθεν
Τον εγέννεσεν η Παναΐα,
Τον ανέστεσεν αειπάρθενος

Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάριν
κι εκατήβεν σο σταυροδρόμιν
Έρπαξαν Ατον οι χ̌ίλ’ Εβραίοι
Χ̌ίλ’ Εβραίοι και μύρ’ Εβραίοι

Ας σ’ ακρεντικά κι ας σην καρδίαν
αίμαν έσταξεν, χολήν ’κ’ εφάνθεν
Ούμπαν έσταξεν και μύρος έτον
Μύρος έτον και μυρωδία

Εμυρίστεν ατο ο κόσμος όλεν
Για μυρίστ’ ατο και συ αφέντα
Συ αφέντα, καλέ μ’ αφέντα

Έρθαν τη Χριστού τα παλληκάρι͜α
και θημίζ’νε τον νοικοκύρην
Νοικοκύρην και βασιλέαν

Δέβα σο ταρέζ’ κι έλα σην πόρταν
Δος μας ούβας και λεφτοκάρυ͜α
κι αν ανοί͜εις μας, χαρά σην πόρτα σ’

Καλά Χριστούγεννα και εις έτη πολλά!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ακρεντικάάκρα, πλευρά
ανέστεσενανάθρεψε
ανοί͜ειςανοίγεις
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
’γεννέθεν(εγεννέθεν) γεννήθηκε
δέβα(προστ.) πήγαινε
δοςδώσε
εγέννεσενγέννησε
εκαβάλκεψενίππευσε, καβάλησε
εκατήβενκατέβηκε
εμυρίστενμύρισε, οσφράνθηκε
έρθανήρθαν
έρπαξανάρπαξαν
έτονήταν
εφάνθενφάνηκε, εμφανίστηκε
θημίζ’νεψάλλουν, κάνουν γνωστό, διαδίδουν θημίζω<φημίζω<φάσκω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
λεφτοκάρυ͜αλεπτοκάρυα, φουντουκιές, φουντούκια λεπτο- + κάρυον
μυρίστ’(προστ.) μύρισε
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
ούβαςαγριοκύδωνα ή μούσμουλα ή λωτοί (αποξηραμένοι, Trabzon hurması) ὄον και οὖον=ο καρπός τής όας, τής σουρβιάς (αγριοκυδωνιά)
ούμπανόπου κι αν
οψέχθες
ΠαναΐαΠαναγιά
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ταρέζ’ράφι étagère
χ̌ίλ’χίλιοι/ες/ια
χα!να!, ορίστε!, ιδού!
χολήνθυμό
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ακρεντικάάκρα, πλευρά
ανέστεσενανάθρεψε
ανοί͜ειςανοίγεις
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
’γεννέθεν(εγεννέθεν) γεννήθηκε
δέβα(προστ.) πήγαινε
δοςδώσε
εγέννεσενγέννησε
εκαβάλκεψενίππευσε, καβάλησε
εκατήβενκατέβηκε
εμυρίστενμύρισε, οσφράνθηκε
έρθανήρθαν
έρπαξανάρπαξαν
έτονήταν
εφάνθενφάνηκε, εμφανίστηκε
θημίζ’νεψάλλουν, κάνουν γνωστό, διαδίδουν θημίζω<φημίζω<φάσκω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
λεφτοκάρυ͜αλεπτοκάρυα, φουντουκιές, φουντούκια λεπτο- + κάρυον
μυρίστ’(προστ.) μύρισε
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
ούβαςαγριοκύδωνα ή μούσμουλα ή λωτοί (αποξηραμένοι, Trabzon hurması) ὄον και οὖον=ο καρπός τής όας, τής σουρβιάς (αγριοκυδωνιά)
ούμπανόπου κι αν
οψέχθες
ΠαναΐαΠαναγιά
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ταρέζ’ράφι étagère
χ̌ίλ’χίλιοι/ες/ια
χα!να!, ορίστε!, ιδού!
χολήνθυμό

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost