.
.
Ο Ευκλείδης

Τ’ άλλα τα χτήνα̤ βόσκουνταν

fullscreen
Τ’ άλλα τα χτήνα̤ βόσκουνταν
και τ’ άλλα μαρουκούνταν
Τ’ εμόν η σεβντά έν’ τρανόν
κείται -ν- απάν’ ση βρούλαν

Μάνα, ποίσον και το πλυμίν
να τρώει η Γαλαφόρα
Να ’φτάει το γάλαν πόλικον
να κανείται τη χώραν

Μάνα, λάιξον ξύγαλαν,
ποίσον πολλά το τάνι σ’
Να τρών’ τη χώρας τα μωρά,
να ’ίν’ντανε γουρπάνι σ’

Τα χτήνα̤ σίτ’ ερίαζα,
εμπρού κιάν’ η Κελίτσα
και το κορτσόπον ντ’ αγαπώ
τ’ όνομαν ατ’ς Σοφίτσα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απάν’πάνω
ατ’ςαυτής, της
βόσκουντανβοσκούν
βρούλανφλόγα brûler
γαλαφόρακυρ. αυτή που φέρει γάλα, η εύρωστη, υγιής γυναίκα (πρόσφορη για να βυζάξει/αναθρέψει παιδιά), (και Γαλαφόρα) όνομα που δινόταν σε αγελάδες
γουρπάνιθυσία kurban/ḳurbān
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
ερίαζαπρόσεχα, φυλούσα, επέβλεπα
’ίν’ντανεγίνονται
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
κείταικείτεται, ξαπλώνει
κιάν’και άνω, και εξής, και πέρα
κορτσόπονκοριτσάκι
λάιξον(προστ.) κούνησε
μαρουκούντανμηρυκάζουν
ξύγαλανξινόγαλο ὀξύγαλα
πλυμίνχόρτα διάφορα και λαχανικά βρασμένα και προσφερόμενα ως τροφή στις αγελάδες, μτφ. το νερουλό και άνοστο φαγητό
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πόλικονμπόλικο, αρκετό, άφθονο bol
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
σίτ’καθώς, ενώ σόταν<εις όταν
’φτάει(ευτάει) κάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
χτήνα̤αγελάδες
χώρανξένους, μη οικείους, ξενιτειά
χώραςξένος/η/ο/οι γενικά, οι/το/τα μη οικείο/α, ξενιτειάς
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απάν’πάνω
ατ’ςαυτής, της
βόσκουντανβοσκούν
βρούλανφλόγα brûler
γαλαφόρακυρ. αυτή που φέρει γάλα, η εύρωστη, υγιής γυναίκα (πρόσφορη για να βυζάξει/αναθρέψει παιδιά), (και Γαλαφόρα) όνομα που δινόταν σε αγελάδες
γουρπάνιθυσία kurban/ḳurbān
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
ερίαζαπρόσεχα, φυλούσα, επέβλεπα
’ίν’ντανεγίνονται
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
κείταικείτεται, ξαπλώνει
κιάν’και άνω, και εξής, και πέρα
κορτσόπονκοριτσάκι
λάιξον(προστ.) κούνησε
μαρουκούντανμηρυκάζουν
ξύγαλανξινόγαλο ὀξύγαλα
πλυμίνχόρτα διάφορα και λαχανικά βρασμένα και προσφερόμενα ως τροφή στις αγελάδες, μτφ. το νερουλό και άνοστο φαγητό
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πόλικονμπόλικο, αρκετό, άφθονο bol
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
σίτ’καθώς, ενώ σόταν<εις όταν
’φτάει(ευτάει) κάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
χτήνα̤αγελάδες
χώρανξένους, μη οικείους, ξενιτειά
χώραςξένος/η/ο/οι γενικά, οι/το/τα μη οικείο/α, ξενιτειάς

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost