.
.
Ο Γιωργάκης και ο Κωστίκας

Τα δύο τα συννυφάδι͜α

fullscreen
Τα δύο τα συννυφάδι͜α
άμον δα̤βολί’ ουράδι͜α
Είνας την άλλεν ζηλεύ’νε,
’κ’ επορούνε να ιεύ’νε

Νέ η είνας, νέ η άλλε
και οι δύ’ πα κά’ ’κι βάλλ’νε
Κρού’νε, παίρ’νε, γριμαλών’νε
κι είνας την άλλεν θα τρώγ’νε

Ένταν άμον μασχαράδες,
θέατρον χωρίς παράδες
Οι γειτόνοι αν ακούνε
τερούν σεΐρ’ και γελούνε

Και σ’ όλεν τη γειτονίαν
λέν’ κι ακούν την παρεμίαν
«Τα δύο τα συννυφάδι͜α
είναι -ν- άμον σ̌κύλ’ κιφάλι͜α»
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άλλεάλλη
άλλενάλλη
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
βάλλ’νεβάζουν
γριμαλών’νε(για σκυλιά) γρυλλίζουν, μτφρ. (για ανθρώπους) διαπληκτίζονται πιθ. εκ του αγριμώνω & το (ο)μαλώνω
δύ’δύο
είναςένας/μία
έντανέγιναν
επορούνεμπορούν
ιεύ’νεταιριάζουν uymak
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κά’κάτι
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλι͜ακεφάλια
κρού’νεχτυπούν κρούω
μασχαράδεςπου προκαλούν γέλιο και ευθυμία, αστείοι maskara/masḫara
νέούτε ne
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
ουράδι͜αουρές
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρ’νεπαίρνουν
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
σεΐρ’θέαμα πρόσφορο για διασκέδαση (μτφ. τερώ σεΐρ: κοιτώ κτ διασκεδάζοντας, παραμένοντας αμέτοχος) seyir/seyr
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
τερούνκοιτούν
τρώγ’νετρώνε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άλλεάλλη
άλλενάλλη
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
βάλλ’νεβάζουν
γριμαλών’νε(για σκυλιά) γρυλλίζουν, μτφρ. (για ανθρώπους) διαπληκτίζονται πιθ. εκ του αγριμώνω & το (ο)μαλώνω
δύ’δύο
είναςένας/μία
έντανέγιναν
επορούνεμπορούν
ιεύ’νεταιριάζουν uymak
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κά’κάτι
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλι͜ακεφάλια
κρού’νεχτυπούν κρούω
μασχαράδεςπου προκαλούν γέλιο και ευθυμία, αστείοι maskara/masḫara
νέούτε ne
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
ουράδι͜αουρές
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρ’νεπαίρνουν
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
σεΐρ’θέαμα πρόσφορο για διασκέδαση (μτφ. τερώ σεΐρ: κοιτώ κτ διασκεδάζοντας, παραμένοντας αμέτοχος) seyir/seyr
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
τερούνκοιτούν
τρώγ’νετρώνε

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost