.
.
Αφιέρωμα στον Πόντο

Η τρυγόνα μ’ σο ραχ̌ίν

Η τρυγόνα μ’ σο ραχ̌ίν
fullscreen
Η τρυγόνα μ’ σο ραχ̌ίν
έφαεν και την βρεχ̌ήν
[Ωχ! ν’ αηλί εμέν!]
Κι έτρεξα εγώ με την ψ̌ην
σ’ ατεινές την απαντήν
[Ντό να ’ίνουμαι;]

Σουμά σ’ ατέν επήγα,
τα ξύλα τ’ς έτον λίγα
[Ωχ! ν’ αηλί εμέν!]
Ατέν σίτα̤ ετυλίγα,
σο σ̌ελέκ’ ’τσαρμουλίγα
[Ντό να ’ίνουμαι;]

Ετσαρμούλτσα το τέκι μ’!
Θέκον κα’ το σ̌ελέκι σ’
[Ωχ! ν’ αηλί εμέν!]
Πουλί μ’, με το στουράκι σ’
για τάραξον το τζ̌άκι σ’
[Ντό να ’ίνουμαι;]

Εκάτσαμ’ σο τζ̌άχ’ καικά
’συρα και ξύλα έγκα
[Ωχ! ν’ αηλί εμέν!]
Και άντζ̌αχ εχουλέθαμ’,
έπεσαμ’ κι εκοιμέθαμ’
[Ωχ! νασάν εμέν!]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άντζ̌αχμόλις που, μετά βίας, τότε μόνο ancak
απαντήνσυνάντηση, αντάμωση
ατεινέςαυτηνής
ατέναυτήν
βρεχ̌ήνβροχή
έγκαέφερα
εκάτσαμ’καθίσαμε
εκοιμέθαμ’κοιμηθήκαμε
έτονήταν
ετσαρμούλτσαγρατζούνισα
ετυλίγατυλίχθηκα
έφαενέφαγε
εχουλέθαμ’ζεσταθήκαμε
θέκον(προστ.) θέσε, τοποθέτησε, βάλε
’ίνουμαιγίνομαι
κα’κάτω
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νασάνχαρά σε
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
σ̌ελέκ’φορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο
σ̌ελέκιφορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο
σίτα̤καθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σουμάκοντά
στουράκιμακρύ ξύλινο ραβδί
’συραέσυρα, τράβηξα, έριξα
τάραξον(προστ.) ανάμιξε, ανακάτεψε, μπλέξε
τζ̌άχ’τζάκι ocak
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
’τσαρμουλίγαγρατζουνίστηκα
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άντζ̌αχμόλις που, μετά βίας, τότε μόνο ancak
απαντήνσυνάντηση, αντάμωση
ατεινέςαυτηνής
ατέναυτήν
βρεχ̌ήνβροχή
έγκαέφερα
εκάτσαμ’καθίσαμε
εκοιμέθαμ’κοιμηθήκαμε
έτονήταν
ετσαρμούλτσαγρατζούνισα
ετυλίγατυλίχθηκα
έφαενέφαγε
εχουλέθαμ’ζεσταθήκαμε
θέκον(προστ.) θέσε, τοποθέτησε, βάλε
’ίνουμαιγίνομαι
κα’κάτω
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νασάνχαρά σε
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
σ̌ελέκ’φορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο
σ̌ελέκιφορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο
σίτα̤καθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σουμάκοντά
στουράκιμακρύ ξύλινο ραβδί
’συραέσυρα, τράβηξα, έριξα
τάραξον(προστ.) ανάμιξε, ανακάτεψε, μπλέξε
τζ̌άχ’τζάκι ocak
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
’τσαρμουλίγαγρατζουνίστηκα
ψ̌ηνψυχή
Η τρυγόνα μ’ σο ραχ̌ίν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost