.
.
Τα Ποντιακά του Λάμπη Αναστασιάδη Νο1

Θα πάω σ’ έναν έρημον

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Θα πάω σ’ έναν έρημον
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Θα πάω σ’ έναν έρημον,
[Ωχ! και πουλί μ’, ξαν αρνί μ’]
σ’ έναν ισίζ’κον τόπον
[Άτσ̌απα και γιατί;]
Όθεν ’κι κελαηδεί πουλίν,
[Ωχ! και ν’ αηλί, ξαν ν’ αηλί]
όθεν ’κι πάει λαλόπον
[Άτσ̌απα και γιατί;/Έλα, ψ̌ήκα μ’, μετ’ εμέν]

Εμέν ασκέρ’ εποίκανε
[Ωχ! και πουλί μ’, ξαν αρνί μ’]
θα πάω στο Γιεμένι¹
[Άτσ̌απα και γιατί;]
Τ’ άκλερον το σπαλερόπο σ’
[Ωχ! και πουλί μ’, ξαν αρνί μ’]
ποίος θα λύν’ και δένει
[Άτσ̌απα και γιατί;/Έλα, ψ̌ήκα μ’, πουλί μ’, μετ’ εμέν]

[Γειά σου Λάμπη Αναστασιάδη με την κεμεντζ̌έ σ’!]

Βάλεν σ’ ωτία σ’ σκουλαρίκ’,
[Ωχ! και πουλί μ’, ξαν αρνί μ’]
σο χ̌ερόπο σ’ βραχ̌ιόλι
[Άτσ̌απα και γιατί;]
Να ένουμ’νε, Σ̌ιχούνα μου,
[Ωχ! και πουλί μ’, ξαν αρνί μ’]
τη σπαλέρι σ’ τ’ αστάρι²
[Άτσ̌απα και γιατί;/Έλα, πουλί μ’, ψ̌ήκα μ’, μετ’ εμέν]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άκλερονάκληρο, φτωχό, δύστυχο, ταλαίπωρο
ασκέρ’σώμα στρατού, συνεκδ. η στρατιωτική θητεία asker/ʿasker
αστάριφόδρα astar/āster
άτσ̌απαάραγε, αναρωτιέμαι acaba/ʿacebā
βάλεν(προστ.) βάλε
ένουμ’νεέγινα
εποίκανεέκαναν, έφτιαξαν ποιέω-ῶ
ισίζ’κονερημικό, απομονωμένο ıssız
κεμεντζ̌έλύρα kemençe/kemānçe
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λαλόπονλαλιά, φωνή
λύν’λύνει, λιώνει
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ξανπάλι, ξανά
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
Σ̌ιχούναγυναικείο όνομα
σπαλέριμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σπαλερόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
χ̌ερόποχεράκι
ψ̌ήκαψυχούλα
ωτίααυτιά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άκλερονάκληρο, φτωχό, δύστυχο, ταλαίπωρο
ασκέρ’σώμα στρατού, συνεκδ. η στρατιωτική θητεία asker/ʿasker
αστάριφόδρα astar/āster
άτσ̌απαάραγε, αναρωτιέμαι acaba/ʿacebā
βάλεν(προστ.) βάλε
ένουμ’νεέγινα
εποίκανεέκαναν, έφτιαξαν ποιέω-ῶ
ισίζ’κονερημικό, απομονωμένο ıssız
κεμεντζ̌έλύρα kemençe/kemānçe
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λαλόπονλαλιά, φωνή
λύν’λύνει, λιώνει
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ξανπάλι, ξανά
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
Σ̌ιχούναγυναικείο όνομα
σπαλέριμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σπαλερόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
χ̌ερόποχεράκι
ψ̌ήκαψυχούλα
ωτίααυτιά
Θα πάω σ’ έναν έρημον
Σημειώσεις
¹ Υεμένη
² Ακούγεται πιθ. εκ παραδρομής να τραγουδάει «το στόρι»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost