.
.
Τα Ποντιακά του Λάμπη Αναστασιάδη Νο1

Έναν κορίτσ’ εφίλεσα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Έναν κορίτσ’ εφίλεσα
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Έναν κορίτσ’ εφίλεσα
κι όλιον τα χ̌είλια μ’ λείχω
’Κι ξέρω πού κέσ’ λάσ̌κεσαι
νά ’ρχουμ’ εσέν ευρήκω

Τη σπαλερί’ σ’ τα κορδόνι͜α,
γιαβρί μ’/πουλί μ’, όντες ελύαν
Τα καταρράχτι͜α τ’ ουρανού
εθάρρεσα ενοίαν

Αφκά σο σπαλερόπο σου
ντό είν’ ατά ντο κείνταν;
Κιμισ̌χανάς μηλόπα είν’,
εσέν κι εμέν κανείνταν

Αν είπα σε το τερτόπο μ’,
αν είπα σε το χάλι μ’
Πασ̌κείμ’ ντο είπα σε να παίρτς
τ’ αχούλ’ ας σο κιφάλι μ’;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατάαυτά
αφκάκάτω
αχούλ’μυαλό akıl/ʿaḳl
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
εθάρρεσαθεώρησα, πίστεψα
είν’(για πληθ.) είναι
ελύανλύθηκαν, έλιωσαν
ενοίαν(αμετάβ.) άνοιξαν
ευρήκωβρίσκω
εφίλεσαφίλησα
κανείντανείναι αρκετά, επαρκούν για κτ ἱκανόω
καταρράχτι͜ακαταρράχτες
κείντανκείτονται, ξαπλώνουν
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλικεφάλι
λάσ̌κεσαιπεριφέρεσαι, τριγυρνάς, περιπλανιέσαι ἀλάομαι/ηλάσκω
λείχωγλείφω λείχω
μηλόπαμηλαράκια
όλιονόλο, ολόκληρο
όντεςόταν
παίρτςπαίρνεις
πασ̌κείμ’μήπως, μήπως (και) πᾶς καί ἔνι
’ρχουμ’(έρχουμ’) έρχομαι
σπαλερί’σπαρελιού (μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους) spalliera
σπαλερόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τερτόποκαημό, βάσανο, στενοχώρια dert + -όπον (υποκορ.)
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατάαυτά
αφκάκάτω
αχούλ’μυαλό akıl/ʿaḳl
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
εθάρρεσαθεώρησα, πίστεψα
είν’(για πληθ.) είναι
ελύανλύθηκαν, έλιωσαν
ενοίαν(αμετάβ.) άνοιξαν
ευρήκωβρίσκω
εφίλεσαφίλησα
κανείντανείναι αρκετά, επαρκούν για κτ ἱκανόω
καταρράχτι͜ακαταρράχτες
κείντανκείτονται, ξαπλώνουν
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλικεφάλι
λάσ̌κεσαιπεριφέρεσαι, τριγυρνάς, περιπλανιέσαι ἀλάομαι/ηλάσκω
λείχωγλείφω λείχω
μηλόπαμηλαράκια
όλιονόλο, ολόκληρο
όντεςόταν
παίρτςπαίρνεις
πασ̌κείμ’μήπως, μήπως (και) πᾶς καί ἔνι
’ρχουμ’(έρχουμ’) έρχομαι
σπαλερί’σπαρελιού (μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους) spalliera
σπαλερόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τερτόποκαημό, βάσανο, στενοχώρια dert + -όπον (υποκορ.)
Έναν κορίτσ’ εφίλεσα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost