.
.
30 χρόνια Ένωση Ποντίων Λαγκαδά και Περιχώρων

Τ’ αρνί μ’ Σαντέτ’κον έν’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Τ’ αρνί μ’ Σαντέτ’κον έν’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ας σα καλαμποκέφαλα
εποίκα έναν πιρρίφτεν
Τ’ αρνόπο μ’ Σαντέτ’κον έτον
εθάρρεσα ’κ’ ενίφτεν

Ε! μάρσα Ματσουκάτ’σσα,
τα ψ̌όπα σ’ εχ̌ι͜ονάτ’σαν!
Έπαρ’ ’τα κι άμε δέβα πλάν
τ’ ομμάτι͜α μ’ ετσινάκ’σαν

Απάν’ σα παρχαροτόπι͜α
χτισμένα καλυβόπα
Αδά κι εκεί πα βόσκουνταν
μουσ̌κάρι͜α και χτηνόπα

Σα χ̌ίλι͜α εννιακόσ̌ια
και σο εικοσιέναν
Σα στράτας απαγκέσ’ έκχ̌’σαν
το σαντέτ’κον το αίμαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
απαγκέσ’πάνω εκεί πέρα
απάν’πάνω
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
βόσκουντανβοσκούν
δέβα(προστ.) πήγαινε
εθάρρεσαθεώρησα, πίστεψα
έκχ̌’σανεξέχυσαν, έχυσαν, εξέβαλαν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
ενίφτεννίφτηκε, πλύθηκε
έπαρ’(προστ.) πάρε
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
έτονήταν
ετσινάκ’σανέβγαλαν σπίθες, σπινθηροβόλισαν, μτφ. λαμποκόπησαν
εχ̌ι͜ονάτ’σανάσπρισαν (σαν το χιόνι), έλαμψαν από καθαρότητα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλυβόπα(υποκορ.) καλύβες
μάρσαμαύρη, κακόμοιρη, καημένη
Ματσουκάτ’σσααυτή που είναι από τη Ματσούκα
ομμάτι͜αμάτια
παπάλι, επίσης, ακόμα
παρχαροτόπι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
πιρρίφτενφουρνόφτυαρο ή φουρνόξυλο, ξύλινο φτυάρι με μακρύ κοντάρι για την τοποθέτηση ψωμιών και ταψιών στον φούρνο και εξαγωγή τους από αυτόν ἐπί + ῥίπτω
πλάνπλάι, πλαϊνό/ παρακείμενο μέρος, παραπέρα
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
χτηνόπααγελαδίτσες
ψ̌όπαψυχούλες
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
απαγκέσ’πάνω εκεί πέρα
απάν’πάνω
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
βόσκουντανβοσκούν
δέβα(προστ.) πήγαινε
εθάρρεσαθεώρησα, πίστεψα
έκχ̌’σανεξέχυσαν, έχυσαν, εξέβαλαν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
ενίφτεννίφτηκε, πλύθηκε
έπαρ’(προστ.) πάρε
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
έτονήταν
ετσινάκ’σανέβγαλαν σπίθες, σπινθηροβόλισαν, μτφ. λαμποκόπησαν
εχ̌ι͜ονάτ’σανάσπρισαν (σαν το χιόνι), έλαμψαν από καθαρότητα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλυβόπα(υποκορ.) καλύβες
μάρσαμαύρη, κακόμοιρη, καημένη
Ματσουκάτ’σσααυτή που είναι από τη Ματσούκα
ομμάτι͜αμάτια
παπάλι, επίσης, ακόμα
παρχαροτόπι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
πιρρίφτενφουρνόφτυαρο ή φουρνόξυλο, ξύλινο φτυάρι με μακρύ κοντάρι για την τοποθέτηση ψωμιών και ταψιών στον φούρνο και εξαγωγή τους από αυτόν ἐπί + ῥίπτω
πλάνπλάι, πλαϊνό/ παρακείμενο μέρος, παραπέρα
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
χτηνόπααγελαδίτσες
ψ̌όπαψυχούλες
Τ’ αρνί μ’ Σαντέτ’κον έν’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost