.
.
30 χρόνια Ένωση Ποντίων Λαγκαδά και Περιχώρων

Λεγνέσσα μ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Λεγνέσσα μ’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Εσύ παρακάλ’ τον Θεόν
[Λεγνή μ’, πολλά λεγνέσσα μ’]
να δί’ με και κερδίζω¹
[Πώς κοιμάσαι μαναχ̌έσσα;]
Έρχουμαι το μοθόπωρον
[Λεγνή μ’, πολλά λεγνέσσα μ’]
εσέν χαρεντερίζω
[Πώς κοιμάσαι μαναχ̌έσσα;]

Λεγνή μ’, λεγνέσσα μ’,
δεκαοχτώ χρονέσσα
Τσ̌ούζω σε και πονώ σε, [γιαρ]
ντο είσαι -ν- ορφανέσσα

Η κόρ’ φορεί τη φανέλαν
[Λεγνή μ’, πολλά λεγνέσσα]
και φαίνεται παχ̌έσσα
[Πώς κοιμάται μαναχ̌έσσα;]
Αφήν’ εμέναν τον πεκιάρ’,
[Λεγνή μ’, πολλά λεγνέσσα]
πάει κείται μαναχ̌έσσα
[Τσ̌ούζω την ορφανέσσα]

Λεγνή μ’, λεγνή μ’,
λεγνή μ’ κι άμον τσατσίν
Ο χρόνον δώδεκα μήνας,
εσύ στούδ’ και πετσίν
’φαες και -ν- ολόεν το μουχτερόν,
εσύ στούδ’ και πετσίν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αφήν’αφήνει
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
δί’δίνει
έρχουμαιέρχομαι
κείταικείτεται, ξαπλώνει
λεγνέσσαλιγνή, λιπόσαρκη
λεγνήλιγνή, λιπόσαρκη
μαναχ̌έσσαμονάχη
μήνας(τα) μήνες
μοθόπωρονφθινόπωρο
μουχτερόναγριόχοιρος, γουρούνι, μτφ. (επίθ.) ρωμαλέος, ανάγωγος, αγροίκος μοχθηρός<μοχθέω
ολόενολόκληρο/η
ορφανέσσαορφανή
παρακάλ’(προστ.) παρακάλεσε
παχ̌έσσαπαχιά
πεκιάρ’(γεν. αιτ. ενικ.) εργένη, (ονομ. πληθ.) εργένηδες bekâr/bekār
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
στούδ’οστό, κόκκαλο ὀστοῦν~οστούδιον
τσατσίνξερόκλαδο θάμνου, φρύγανο
τσ̌ούζωλυπάμαι, συμπονώ σίζω
’φαες(έφαες) έφαγες
χαρεντερίζωχαροποιώ, ψυχαγωγώ
χρονέσσα(θηλ) χρονών
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αφήν’αφήνει
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
δί’δίνει
έρχουμαιέρχομαι
κείταικείτεται, ξαπλώνει
λεγνέσσαλιγνή, λιπόσαρκη
λεγνήλιγνή, λιπόσαρκη
μαναχ̌έσσαμονάχη
μήνας(τα) μήνες
μοθόπωρονφθινόπωρο
μουχτερόναγριόχοιρος, γουρούνι, μτφ. (επίθ.) ρωμαλέος, ανάγωγος, αγροίκος μοχθηρός<μοχθέω
ολόενολόκληρο/η
ορφανέσσαορφανή
παρακάλ’(προστ.) παρακάλεσε
παχ̌έσσαπαχιά
πεκιάρ’(γεν. αιτ. ενικ.) εργένη, (ονομ. πληθ.) εργένηδες bekâr/bekār
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
στούδ’οστό, κόκκαλο ὀστοῦν~οστούδιον
τσατσίνξερόκλαδο θάμνου, φρύγανο
τσ̌ούζωλυπάμαι, συμπονώ σίζω
’φαες(έφαες) έφαγες
χαρεντερίζωχαροποιώ, ψυχαγωγώ
χρονέσσα(θηλ) χρονών
Λεγνέσσα μ’
Σημειώσεις
¹ Ακούγεται πιθ. εκ παραδρομής να λέει «να δί’ς με και/πως κερδίζω»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost