.
.
Τη ξενιτείας το παπόρ’

Εσκάλωσεν τσ̌ισ̌ελεεύ’

fullscreen
Εσκάλωσεν τσ̌ισ̌ελεεύ’,
θα βρέχουν τα χορτάρι͜α
Μικροί, τρανοί ερρούξανε
και τρέχ’νε στα παρχάρι͜α

Έπαρ’ με, αρνόπο μ’, μετ’ εσέν,
θ’ ευτάγω σε γιαρτίμ -ι 
Κι αν δί’ς με έναν φίλεμαν,
έπαρ’ τ’ εμόν την ψ̌ην -ι

Σίτ’ επέγ’νεν, σίτ’ έλεεν
ελύεν η φοτά ’θε
Εκλίστα κα’ να δέν’ ατο
κι ατό έφυεν η χρά ’θε

Να ποδεδίζω σε, κουτσ̌ή,
και τσ̌ακλαρομματία
Με τα τσ̌ακλάρι͜α τ’ ομμάτι͜α σ’
έκαψες την καρδία μ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
βρέχουνβρέχονται
γιαρτίμβοήθεια, υποστήριξη, συμπαράσταση yardım
δέν’δένω/ει
δί’ςδίνεις
εκλίσταέσκυψα, έκλινα
έλεενέλεγε
ελύενλύθηκε, έλιωσε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έπαρ’(προστ.) πάρε
επέγ’νενπήγαινε, προχωρούσε, έφευγε
ερρούξανεέπεσαν
εσκάλωσενξεκίνησε, άρχισε, εκκίνησε ένα έργο/δουλειά
ευτάγωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
έφυενέφυγε
’θετου/της
κα’κάτω
κουτσ̌ήκόρη
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
ομμάτι͜αμάτια
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
σίτ’καθώς, ενώ σόταν<εις όταν
τρέχ’νετρέχουν
τσ̌ακλάρι͜αγκριζωπά μπλε, γαλανά çakırlar
τσ̌ακλαρομματίααυτή που έχει γκριζωπά μπλε ή γαλανά μάτια çakırlar
τσ̌ισ̌ελεεύ’ψιχαλίζει çiselemek
φίλεμανφιλί
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
χράχροιά, το χρώμα του δέρματος, όψη
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
βρέχουνβρέχονται
γιαρτίμβοήθεια, υποστήριξη, συμπαράσταση yardım
δέν’δένω/ει
δί’ςδίνεις
εκλίσταέσκυψα, έκλινα
έλεενέλεγε
ελύενλύθηκε, έλιωσε
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έπαρ’(προστ.) πάρε
επέγ’νενπήγαινε, προχωρούσε, έφευγε
ερρούξανεέπεσαν
εσκάλωσενξεκίνησε, άρχισε, εκκίνησε ένα έργο/δουλειά
ευτάγωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
έφυενέφυγε
’θετου/της
κα’κάτω
κουτσ̌ήκόρη
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
ομμάτι͜αμάτια
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
σίτ’καθώς, ενώ σόταν<εις όταν
τρέχ’νετρέχουν
τσ̌ακλάρι͜αγκριζωπά μπλε, γαλανά çakırlar
τσ̌ακλαρομματίααυτή που έχει γκριζωπά μπλε ή γαλανά μάτια çakırlar
τσ̌ισ̌ελεεύ’ψιχαλίζει çiselemek
φίλεμανφιλί
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
χράχροιά, το χρώμα του δέρματος, όψη
ψ̌ηνψυχή

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost