.
.
Τη ξενιτείας το παπόρ’

Επουγαλεύτα την ξενιτείαν

fullscreen
’Πουγαλεύτα την ξενιτει͜άν,
θα πάγω σο χωρίο μ’
[έλα -ν- έλα]
Εκεί θα αναπάγουμαι
με τη κυρού μ’ το βίον
[έλα -ν- έλα]

Τρανός που ξενιτεύκεται
και μακρά στράτας παίρει
[έλα -ν- έλα]
Η Παναγιά σο γιάν’ ατ’ κιάν’
καλόν τύχην να φέρει
[έλα -ν- έλα]

Θεέ μ’, τα πόνια μ’ είν’ πολλά,
η ψ̌η μ’ φαρμακωμένον
[έλα -ν- έλα]
Ποίσον κι ας κλώσκουμαι οπίσ’,
σα ξένα μ’ απομένω
[έλα -ν- έλα]

Η συγγενεία χάται, πάει,
χατεύκεται η φιλία
[έλα -ν- έλα]
Ν’ αηλί σ’ ατόν εγάπ’ που δί’
και τογραεύ’ καρδίαν
[έλα -ν- έλα]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αναπάγουμαιαναπαύομαι, ξεκουράζομαι
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γιάν’πλάι, πλευρά yan
δί’δίνει
εγάπ’αγάπη
είν’(για πληθ.) είναι
κιάν’και άνω, και εξής, και πέρα
κλώσκουμαιγυρίζω, επιστρέφω
κυρούπατέρα
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ξενιτεύκεταιξενιτεύεται
οπίσ’πίσω
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πόνια(ονομ.) πόνοι, (αιτ.) πόνους
’πουγαλεύτα(επουγαλεύτα) έσκασα, βαρέθηκα, στενοχωρέθηκα bunalmak
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τογραεύ’κομματιάζει doğramak
χάταιχάνεται
χατεύκεταιδιώχνεται atmak
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αναπάγουμαιαναπαύομαι, ξεκουράζομαι
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γιάν’πλάι, πλευρά yan
δί’δίνει
εγάπ’αγάπη
είν’(για πληθ.) είναι
κιάν’και άνω, και εξής, και πέρα
κλώσκουμαιγυρίζω, επιστρέφω
κυρούπατέρα
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ξενιτεύκεταιξενιτεύεται
οπίσ’πίσω
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πόνια(ονομ.) πόνοι, (αιτ.) πόνους
’πουγαλεύτα(επουγαλεύτα) έσκασα, βαρέθηκα, στενοχωρέθηκα bunalmak
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τογραεύ’κομματιάζει doğramak
χάταιχάνεται
χατεύκεταιδιώχνεται atmak
ψ̌ηψυχή

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost