.
.
Μουχαπέτ’ και η δουλεία

Η Καστορία έμορφος

fullscreen
Η Καστορία έμορφος,
μικρέσσα καμωμέντσα
Νύφε χ̌ιλι͜οπλούμιστος,
άγγελος καμαρωτός, [καμαρωτός]
με τα νερά τ’ς λουσμέντσα

Έχ̌’ ιστορίαν παλαιόν
και πολλά εκκλησίας
Αέρας ατ’ς πα καθαρόν,
το νερόπον ατ’ς κρύον [ξαν κρύον]
και χ̌αίρεται η καρδία σ’

Ανθρώπ’ πα άμον μελεσσίδ’
ση γούναν ογρασ̌εύ’νε
Μικροί, τρανοί πάν’ κι έρ’τανε,
τη δουλείαν ευτάγ’νε [ξαν ευτάγ’νε]
να χτίζ’νε, να γουρεύ’νε

Αέτσ’ τα χρόνι͜α π’ έρθανε
’τσουρώθεν η δουλεία
Τ’ οσπίτι͜α εκαρακίδωσαν,
μαγαζία ’κλείδωσαν, [εκλείδωσαν]
πάν’ σ’ άλλο πολιτείαν
τ’ άλλα σην ξενιτείαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αέτσ’έτσι
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανθρώπ’άνθρωποι
ατ’ςαυτής, της
γουρεύ’νεστήνουν, τακτοποιούν, οργανώνουν kurmak
δουλείαδουλειά, εργασία
δουλείανδουλειά
εκαρακίδωσανέκλεισαν, μανταλώθηκαν
έμορφοςόμορφος/η
έρθανεήρθαν
έρ’τανεέρχονται
ευτάγ’νεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
έχ̌’έχει
λουσμέντσαλουσμένη
μελεσσίδ’μέλισσα
μικρέσσαμικρή, νεαρή
νερόποννεράκι
νύφενύφη
ξανπάλι, ξανά
ογρασ̌εύ’νε(αμτβ) πασχίζουν, παλεύουν uğraşmak
οσπίτι͜ασπίτια hospitium<hospes
παπάλι, επίσης, ακόμα
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
’τσουρώθεν(ετσουρώθεν) στέρεψε σειρώ=εκκενώνω, αδειάζω
χτίζ’νεχτίζουν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αέτσ’έτσι
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανθρώπ’άνθρωποι
ατ’ςαυτής, της
γουρεύ’νεστήνουν, τακτοποιούν, οργανώνουν kurmak
δουλείαδουλειά, εργασία
δουλείανδουλειά
εκαρακίδωσανέκλεισαν, μανταλώθηκαν
έμορφοςόμορφος/η
έρθανεήρθαν
έρ’τανεέρχονται
ευτάγ’νεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
έχ̌’έχει
λουσμέντσαλουσμένη
μελεσσίδ’μέλισσα
μικρέσσαμικρή, νεαρή
νερόποννεράκι
νύφενύφη
ξανπάλι, ξανά
ογρασ̌εύ’νε(αμτβ) πασχίζουν, παλεύουν uğraşmak
οσπίτι͜ασπίτια hospitium<hospes
παπάλι, επίσης, ακόμα
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
’τσουρώθεν(ετσουρώθεν) στέρεψε σειρώ=εκκενώνω, αδειάζω
χτίζ’νεχτίζουν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost