.
.
Μια βραδιά στο «Κορτσόπον»

Επλώθεν απέσ’ σο τσ̌αΐρ’

Επλώθεν απέσ’ σο τσ̌αΐρ’
fullscreen
Επλώθεν απέσ’ σο τσ̌αΐρ’,
ερρούξεν και κοιμάται
Έσυρεν το τσ̌ούλ’ σο ποτάμ’,
τιδέν πα ’κι φοβάται

Ν’ αηλί εμέν, ν’ αηλί κι ατέν,
ν’ αηλί τοι δύ’ς εντάμαν
Τ’ αμαρτίας εμουν πολλά,
’κι σούμες μ’ έναν τάμαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αμαρτίας(ον.πληθ., τα) αμαρτίες
απέσ’μέσα
ατέναυτήν
δύ’ςδύο
εμουνμας
εντάμανμαζί
επλώθεναπλώθηκε
ερρούξενέπεσε
έσυρενέσυρε, τράβηξε, έριξε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
παπάλι, επίσης, ακόμα
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ποτάμ’ποτάμι
σούμεςσωνόμαστε
τιδέντίποτα
τοιτους/τις
τσ̌αΐρ’λιβάδι çayır
τσ̌ούλ’λινάτσα, (συνεκδοχικά) φτηνό ή παλιό στρωσίδι, κουρέλι çul/cūl ή cull
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αμαρτίας(ον.πληθ., τα) αμαρτίες
απέσ’μέσα
ατέναυτήν
δύ’ςδύο
εμουνμας
εντάμανμαζί
επλώθεναπλώθηκε
ερρούξενέπεσε
έσυρενέσυρε, τράβηξε, έριξε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
παπάλι, επίσης, ακόμα
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ποτάμ’ποτάμι
σούμεςσωνόμαστε
τιδέντίποτα
τοιτους/τις
τσ̌αΐρ’λιβάδι çayır
τσ̌ούλ’λινάτσα, (συνεκδοχικά) φτηνό ή παλιό στρωσίδι, κουρέλι çul/cūl ή cull
Επλώθεν απέσ’ σο τσ̌αΐρ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost