.
.
Ποντιακό γλέντι

Ερχίνεσεν, πουλί μ’, να βρέχ̌’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ερχίνεσεν, πουλί μ’, να βρέχ̌’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ερχίνεσεν, πουλί μ’, να βρέχ̌’
και να ξεροχ̌ι͜ονίζει
Ατουπέσ’ σ’ εγκαλιόπο σου
νασάν που ρωθωνίζει

Έρθεν, πουλί μ’, ο χ̌ειμωγκόν,
έρθαν τα κρύα μήνας
Νασάν που κείνταν δύ’ νομάτ’,
ν’ αηλί που κείται είνας
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ατουπέσ’εκεί μέσα ατού+απέσ'
βρέχ̌’βρέχει
δύ’δύο
εγκαλιόποαγκαλίτσα
είναςένας/μία
έρθανήρθαν
έρθενήρθε
ερχίνεσενάρχισε
κείντανκείτονται, ξαπλώνουν
κείταικείτεται, ξαπλώνει
μήνας(τα) μήνες
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νασάνχαρά σε
νομάτ’άνθρωποι, άτομα ὀνόματοι
ρωθωνίζειροχαλίζει
χ̌ειμωγκόν(ονομ.) χειμώνας, (γεν.) χειμώνα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ατουπέσ’εκεί μέσα ατού+απέσ'
βρέχ̌’βρέχει
δύ’δύο
εγκαλιόποαγκαλίτσα
είναςένας/μία
έρθανήρθαν
έρθενήρθε
ερχίνεσενάρχισε
κείντανκείτονται, ξαπλώνουν
κείταικείτεται, ξαπλώνει
μήνας(τα) μήνες
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νασάνχαρά σε
νομάτ’άνθρωποι, άτομα ὀνόματοι
ρωθωνίζειροχαλίζει
χ̌ειμωγκόν(ονομ.) χειμώνας, (γεν.) χειμώνα
Ερχίνεσεν, πουλί μ’, να βρέχ̌’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost