.
.
Απόψ’ ορωματι͜άγα σε

Απόψ’ ορωματι͜άγα σε

Απόψ’ ορωματι͜άγα σε
fullscreen
Σο καρδόπο μ’ το σεβνταλίν
τρανόν γιαγκούν πϊάνει
Απόψ’ ορωματι͜άγα σε,
παρχαρί’ τουτουγιάνι

Απόψ’ είδα έναν όραμαν,
με τ’ αρνί μ’ επορπάτ’να
Η στράτα έτονε παΐρ’,
το χ̌έρ’ν αθε εκράτ’να

Απόψ’ είδα σε σ’ όρωμα μ’
κι ας ση χαρά μ’ εγνέφ’σα
Αράεψα και ’κ’ εύρα σε,
πολλά δακρόπα έκχ̌’σα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αθετου/της
αράεψαέψαξα, αναζήτησα, γύρεψα aramak
γιαγκούνφωτιά yangın
δακρόπα(υποκορ.) δάκρυα
εγνέφ’σαξύπνησα
εκράτ’νακρατούσα
έκχ̌’σαεξέχυσα, έχυσα, εξέβαλα εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
επορπάτ’ναπερπατούσα
έτονεήταν
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδόποκαρδούλα
όραμανόνειρο
όρωμαόνειρο
ορωματι͜άγαονειρεύτηκα
παΐρ’πλαγιά βουνού, άδενδρη κατωφέρεια bayır
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
πϊάνειπιάνει, καταλαμβάνει
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σεβνταλίνερωτοχτυπημένη/ο, ερωτευμένη/ο, ερωτικό sevdalı
τουτουγιάνιτο φυτό αμάραντος (Helichrysum stoechas – Ελίχρυσος ο πολύτιμος) dudiye otu/tutuya
χ̌έρ’νχέρι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αθετου/της
αράεψαέψαξα, αναζήτησα, γύρεψα aramak
γιαγκούνφωτιά yangın
δακρόπα(υποκορ.) δάκρυα
εγνέφ’σαξύπνησα
εκράτ’νακρατούσα
έκχ̌’σαεξέχυσα, έχυσα, εξέβαλα εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
επορπάτ’ναπερπατούσα
έτονεήταν
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδόποκαρδούλα
όραμανόνειρο
όρωμαόνειρο
ορωματι͜άγαονειρεύτηκα
παΐρ’πλαγιά βουνού, άδενδρη κατωφέρεια bayır
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
πϊάνειπιάνει, καταλαμβάνει
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σεβνταλίνερωτοχτυπημένη/ο, ερωτευμένη/ο, ερωτικό sevdalı
τουτουγιάνιτο φυτό αμάραντος (Helichrysum stoechas – Ελίχρυσος ο πολύτιμος) dudiye otu/tutuya
χ̌έρ’νχέρι
Απόψ’ ορωματι͜άγα σε

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost