.
.
Momoyer

Μωμοέρι͜α

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Μωμοέρι͜α
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Τα μωμοέρι͜α εξέβανε
τα Φώτα τ’ Αγιαννί’,
Αηλί τη μαυρομάναν ατ’
εμάς που ’κι θα δί’

Μωμόερος θα ’ίνουμαι,
πάντα πασ̌κείμ θα είμαι;
Θα βγάλω τα δι͜αβολικά μ,
και μετ’ εσέν θα κείμαι

Μωμόερος θα ’ίνουμαι
και με τα γολγονόπα
θα λάσκουμαι μεσανυχτί’
και γνεφίζω κορτσόπα

Όλ’ αγαπούνε τον Αράπ’
κι εγώ τον Κοτσ̌αμάνον
Την νύφεν την παντέμορφον
θα παίρ’ α̤τεν ο Χάρον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
Αγιαννί’Αγιαννιού
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
α̤τεναυτήν
γνεφίζωξυπνώ
γολγονόπακουδουνάκια
δί’δίνει
εξέβανεβγήκαν
’ίνουμαιγίνομαι
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπακοριτσάκια
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μεσανυχτί’την ώρα του μεσονυχτίου
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μωμοέρι͜α(γνωστό και ως μωμόγεροι ή μωμόεροι) λαϊκό δρώμενο το οποίο λαμβάνει χώρα το 12ήμερο Χριστούγεννα - Πρωτοχρονιά - Θεοφάνια με ευχετηριακό χαρακτήρα μῶμος + γέρων ή εκ του μαμουγέρα (μάσκα, προσωπίδα)<λατ. Mamuralia<Mamurius
μωμόερος(ή μωμόγερος) αυτός που συμμετέχει στα μωμοέρια, λαϊκό δρώμενο το οποίο λαμβάνει χώρα το 12ήμερο Χριστούγεννα - Πρωτοχρονιά - Θεοφάνια με ευχετηριακό χαρακτήρα μῶμος + γέρων ή εκ του μαμουγέρα (μάσκα, προσωπίδα)<λατ. Mamuralia<Mamurius
νύφεννύφη
όλ’όλοι/α
παίρ’παίρνω/ει
παντέμορφονπανέμορφο/η
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
Αγιαννί’Αγιαννιού
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
α̤τεναυτήν
γνεφίζωξυπνώ
γολγονόπακουδουνάκια
δί’δίνει
εξέβανεβγήκαν
’ίνουμαιγίνομαι
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπακοριτσάκια
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μεσανυχτί’την ώρα του μεσονυχτίου
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
μωμοέρι͜α(γνωστό και ως μωμόγεροι ή μωμόεροι) λαϊκό δρώμενο το οποίο λαμβάνει χώρα το 12ήμερο Χριστούγεννα - Πρωτοχρονιά - Θεοφάνια με ευχετηριακό χαρακτήρα μῶμος + γέρων ή εκ του μαμουγέρα (μάσκα, προσωπίδα)<λατ. Mamuralia<Mamurius
μωμόερος(ή μωμόγερος) αυτός που συμμετέχει στα μωμοέρια, λαϊκό δρώμενο το οποίο λαμβάνει χώρα το 12ήμερο Χριστούγεννα - Πρωτοχρονιά - Θεοφάνια με ευχετηριακό χαρακτήρα μῶμος + γέρων ή εκ του μαμουγέρα (μάσκα, προσωπίδα)<λατ. Mamuralia<Mamurius
νύφεννύφη
όλ’όλοι/α
παίρ’παίρνω/ει
παντέμορφονπανέμορφο/η
Μωμοέρι͜α

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost