.
.
Ομάλ Κερασούντος/Τρομαχτόν

Ομάλ Κερασούντος

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ανάθεμα και τα μακρά
ντο ’κι πάει λαλίαν
Τ’ ομμάτα̤ μ’ εσκοτείνεψαν
ας σην αροθυμίαν

Το παραχότ’ εσ̌ύριζεν
κι επέγ’νεν σην Αντέσσαν¹
Το πάντρεμαν πα μίαν έν’
χώρ’² κι έπαρ’ την καλέσσαν

Την έμορφον πη θα φιλεί
πάντα θα λείχ̌’ τα χ̌είλα̤ τ’
Καταμασά τη γλώσσαν ατ’,
ματούνταν τα γριντζίλα̤ τ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αροθυμίαννοσταλγία
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
γριντζίλα̤ούλα
έμορφονόμορφο
έν’είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
επέγ’νενπήγαινε, προχωρούσε, έφευγε
εσκοτείνεψανσκοτείνιασαν
εσ̌ύριζενσφύριζε
καλέσσανκαλή
καταμασάμασάει κτ εντελώς
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λαλίανλαλιά, φωνή
λείχ̌’γλείφω/ει λείχω
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
ματούντανματώνουν
μίανμια φορά
ομμάτα̤μάτια
παπάλι, επίσης, ακόμα
παραχότ’ατμόπλοιο пароход
πηπου
χ̌είλα̤χείλια
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αροθυμίαννοσταλγία
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
γριντζίλα̤ούλα
έμορφονόμορφο
έν’είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
επέγ’νενπήγαινε, προχωρούσε, έφευγε
εσκοτείνεψανσκοτείνιασαν
εσ̌ύριζενσφύριζε
καλέσσανκαλή
καταμασάμασάει κτ εντελώς
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λαλίανλαλιά, φωνή
λείχ̌’γλείφω/ει λείχω
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
ματούντανματώνουν
μίανμια φορά
ομμάτα̤μάτια
παπάλι, επίσης, ακόμα
παραχότ’ατμόπλοιο пароход
πηπου
χ̌είλα̤χείλια
Σημειώσεις
¹ Οδησσό [ρωσ. Одесса]
² Αδόκιμος τύπος αντί του ορθότερου «χώρτσον»=χώρισε, ξεχώρισε, διάλεξε

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost