.
.
Πάμε αδά και πάμε ακεί/Ορφανόν παιδίν είμαι

Ορφανόν παιδίν είμαι

fullscreen
Αχ! Αναθεμά την τύχη μου

Ορφανόν παιδίν είμαι
σα μακρά -ν- ευρίγουμαι
Τα τέρτι͜α μ’ είναι πολλά,
καίγουμαι, μανίγουμαι
Ν’ αηλί!

Κλαίγω, τα δάκρυ͜α μ’ είν’ πικρά,
φαρμακών’νε το ψ̌όπο μ’
Αηλί εμέν τον καρίπ’,
λύεται το καρδόπο μ’
Ν’ αηλί!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
είν’(για πληθ.) είναι
ευρίγουμαιβρίσκομαι
καίγουμαικαίομαι
καρδόποκαρδούλα
καρίπ’μοναχικό, ορφανό, εξαθλιωμένο garip/ġarīb
λύεταιλιώνει
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μανίγουμαιμαυρίζω/μουντζουρώνομαι από την καπνιά, καταστρέφομαι, κατακαίγομαι μέχρι καπνιάς
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
φαρμακών’νεφαρμακώνουν
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
είν’(για πληθ.) είναι
ευρίγουμαιβρίσκομαι
καίγουμαικαίομαι
καρδόποκαρδούλα
καρίπ’μοναχικό, ορφανό, εξαθλιωμένο garip/ġarīb
λύεταιλιώνει
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μανίγουμαιμαυρίζω/μουντζουρώνομαι από την καπνιά, καταστρέφομαι, κατακαίγομαι μέχρι καπνιάς
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
φαρμακών’νεφαρμακώνουν
ψ̌όποψυχούλα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost