.
.
Κέντρο Ποντιακών Μελετών | Ποντιακές Καταγραφές

Ρομάνα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ρομάνα
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Η κόρ’ επήεν σον παρχάρ’
[Έι! πουλί μ’, πουλί μ’]
να ’ίνεται ρομάνα
[Έλα, έλα λέγω σε]
και για τ’ ατέν θα ’ίνουμαι
[Έι! πουλί μ’, πουλί μ’]
και κυνηγός σ’ ορμάνια
[Έλα, έλα λέγω σε]

Κρατεί κρωπήν και κατσικάρ’,
[Έι! πουλί μ’, πουλί μ’]
καγάν’ με τα χαλκάδες
[Έλα, έλα λέγω σε]
Για τ’ ατέν περφανεύκουνταν
[Έι! πουλί μ’, πουλί μ’]
όλ’ οι παρχαρομάνες
[Έλα, έλα λέγω σε]

Κρούει την κρωπήν σο κατσικάρ’
[Έι! πουλί μ’, πουλί μ’]
και ’κχ̌ύουνταν τα τσίας
[Έλα, έλα λέγω σε]
κι απέσ’ ση νύχταν φαίνουνταν
[Έι! πουλί μ’, πουλί μ’]
τ’ έμορφα τα κατσία τ’ς
[Έλα, έλα λέγω σε]

Νύχταν ημέραν πορπατεί
[Έι! πουλί μ’, πουλί μ’]
απάν’ και σα ρακάνι͜α
[Έλα, έλα λέγω σε]
Κι ατέν ’κι φοβερίζ’ν’ ατεν
[Έι! πουλί μ’, πουλί μ’]
και τ’ άγρια τα ποράνι͜α
[Έλα, έλα λέγω σε]
και τ’ άγρια τα ποράνι͜α
[Κατί, κατί λες και τιδέν;/
Πόδε-ποδεδίζω σε]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
ατέναυτήν
ατεναυτήν
έμορφαόμορφα
επήενπήγε
’ίνεταιγίνεται
’ίνουμαιγίνομαι
καγάν’δρεπάνι
κατίγιατί δεν
κατσίαπρόσωπο, μέτωπο
κατσικάρ’τσακμακόπετρα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρατείκρατάει, βαστάει, στέκει, αντέχει
κρούειχτυπάει κρούω
κρωπήν(η) δρέπανο κρώπιον
’κχ̌ύουντανεκχύνονται, χύνονται, εκρέουν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
όλ’όλοι/α
ορμάνιαδάση orman
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρομάνεςγυναίκες που ήταν επιφορτισμένες με τις δουλειές του παρχαριού, ορεινού τόπου θερινής βοσκής
περφανεύκουντανπερηφανεύονται
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποράνι͜αμπόρες, καταιγίδες boran<βενετ. bora<λατ. Boreas <Βορέας (αντιδάνειο)
πορπατείπερπατάει
ρακάνι͜αγήλοφοι
ρομάναπαρχαρομάνα, γυναίκα επιφορτισμένη με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
τιδέντίποτα
τσίαςσπίθες
φαίνουντανφαίνονται
φοβερίζ’ν’φοβερίζουν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
ατέναυτήν
ατεναυτήν
έμορφαόμορφα
επήενπήγε
’ίνεταιγίνεται
’ίνουμαιγίνομαι
καγάν’δρεπάνι
κατίγιατί δεν
κατσίαπρόσωπο, μέτωπο
κατσικάρ’τσακμακόπετρα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρατείκρατάει, βαστάει, στέκει, αντέχει
κρούειχτυπάει κρούω
κρωπήν(η) δρέπανο κρώπιον
’κχ̌ύουντανεκχύνονται, χύνονται, εκρέουν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
όλ’όλοι/α
ορμάνιαδάση orman
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρομάνεςγυναίκες που ήταν επιφορτισμένες με τις δουλειές του παρχαριού, ορεινού τόπου θερινής βοσκής
περφανεύκουντανπερηφανεύονται
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποράνι͜αμπόρες, καταιγίδες boran<βενετ. bora<λατ. Boreas <Βορέας (αντιδάνειο)
πορπατείπερπατάει
ρακάνι͜αγήλοφοι
ρομάναπαρχαρομάνα, γυναίκα επιφορτισμένη με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
τιδέντίποτα
τσίαςσπίθες
φαίνουντανφαίνονται
φοβερίζ’ν’φοβερίζουν
Ρομάνα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost