.
.
Ο αετός του Πόντου

Η μοναχ̌ία

Η μοναχ̌ία
fullscreen
Βαρύν έν’ η μοναχ̌ία,
λιθάρ’ γίνεται η καρδία μ’
Κόφκεται η αναπνοή μ’,
καίεται -ν- απέσ’ η ψ̌η μ’

Έξ’ φυσά κι αέρας κλαίει
και τ’ εμόν τον πόνον λέει
Τα ιδρώματα καυτά
και τα δακρόπα μ’ πικρά

Τη νύχταν τρανά τα ώρας,
μετρούν τ’ εμά τα γεράδας
Άγρι͜α σκοτεινόν βραδήν
το φως ας σ’ ομμάτι͜α σβήν’

Καίγ’νε τ’ ομματόπα μ’, κλείν’νε
και πικρόν φαρμάκιν ’κχ̌ύν’νε
Ντό πολλά φαρμάκια στάζ’νε
απέσ’ σ’ αβούτ’ τη ζωήν!

Νουνίζω κι η ψ̌η μ’ βαρύν’
και ο πόνος ι-μ’ πλεθύν’
Η μοναχ̌ία βαρύν
κλαίει η ψ̌η μ’ κάθε βραδήν

Ιέψτε, παιδία! Ατού ’πάν’! Τίκια! Γαβούρεψον, Κωστίκα, χάιτε!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αβούτ’αυτό/ή, αυτοί/ές/ά
απέσ’μέσα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
βραδήνβράδυ
γαβούρεψον(προστ.) ξερόψησε, (προστ.) καβούρδισε, (προστ.) τηγάνισε, ως προτροπή σε οργανοπαίκτη να συνεχίσει να παίζει με το ίδιο πάθος kavurmak
γεράδαςπληγές, τραύματα yara
δακρόπα(υποκορ.) δάκρυα
εμάδικά μου
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
ιέψτε(προστ.) ταιριάξτε uymak
καίγ’νεκαίνε
καίεταικαίγεται
κόφκεταικόβεται
’κχ̌ύν’νεεκχύνουν, χύνουν, εκβάλλουν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
λιθάρ’λιθάρι, πέτρα
νουνίζωσκέφτομαι
ομμάτι͜αμάτια
ομματόπαματάκια
παιδίαπαιδιά
’πάν’(απάν’) πάνω
πλεθύν’πληθαίνει, αυξάνεται
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
στάζ’νεστάζουνε
τίκιαστητά dik
τρανάμεγάλα
χάιτεάντε haydi<hay de (οθωμ.)
ψ̌ηψυχή
ώραςώρες
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αβούτ’αυτό/ή, αυτοί/ές/ά
απέσ’μέσα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
βραδήνβράδυ
γαβούρεψον(προστ.) ξερόψησε, (προστ.) καβούρδισε, (προστ.) τηγάνισε, ως προτροπή σε οργανοπαίκτη να συνεχίσει να παίζει με το ίδιο πάθος kavurmak
γεράδαςπληγές, τραύματα yara
δακρόπα(υποκορ.) δάκρυα
εμάδικά μου
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
ιέψτε(προστ.) ταιριάξτε uymak
καίγ’νεκαίνε
καίεταικαίγεται
κόφκεταικόβεται
’κχ̌ύν’νεεκχύνουν, χύνουν, εκβάλλουν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
λιθάρ’λιθάρι, πέτρα
νουνίζωσκέφτομαι
ομμάτι͜αμάτια
ομματόπαματάκια
παιδίαπαιδιά
’πάν’(απάν’) πάνω
πλεθύν’πληθαίνει, αυξάνεται
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
στάζ’νεστάζουνε
τίκιαστητά dik
τρανάμεγάλα
χάιτεάντε haydi<hay de (οθωμ.)
ψ̌ηψυχή
ώραςώρες
Η μοναχ̌ία

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost