.
.
Εν χορδαίς ωδή | Με άρωμα Ευξείνου

Ζαμάνι͜α και βαχούτι͜α

Ζαμάνι͜α και βαχούτι͜α
fullscreen
Τ’ αρνόπο μ’ επαρχάρευεν
και σα ψηλά τα ραχ̌ία
[Και] Μικρά αρνόπα ωρίαζεν
και χτήνι͜α γεσ̌αλία

[Και -ν-] Εβγάλλ’νεν και το βούτορον
τ’ αρνί μ’ ας σο δουρβάνιν
Η ψ̌η μ’ εσαριλεύκουτουν
ασ’ τ’ έπινα το τάνιν

Το κεμεντζ̌όπο μ’ έπαιζα
[και -ν-] απάν’ και σα ρακάνι͜α
και ας σα τραγωδίας ι-μ’
εσείουσαν τ’ ορμάνι͜α

’Σκουντούλιζεν η κιμιγιάν
ους τα παρχαρομύτι͜α
Έκιτι παλαιά καιρούς
ζαμάνι͜α και βαχούτι͜α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απάν’πάνω
αρνόπααρνάκια
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ασ’από
βαχούτι͜αχρόνια, εποχές, καιροί vakit/vaḳt
βούτορονβούτυρο
γεσ̌αλίακαλοθρεμμένα, ευτραφή
δουρβάνινξύλινο αγγείο μέσα στο οποίο φτιάχνεται το βούτυρο από γάλα ή γιαούρτι
εβγάλλ’νενέβγαζε
έκιτιέκφραση αναπόλησης που υποδηλώνει νοσταλγία για κάτι παρελθοντικό hey gidi
επαρχάρευενπαραθερίζε σε ορεινό θερινό βοσκότοπο
εσαριλεύκουτουνδροσιζόταν
εσείουσανσείονταν, κουνιόντουσαν πέρα δώθε δυνατά
ζαμάνι͜αχρόνια zaman/zamān
κεμεντζ̌όπο(υποκορ.) λύρα kemençe/kemānçe
κιμιγιάνφυτό μυθικό (το οποίο πιστεύεται ότι μεταβάλει μαγικά το γάλα σε βούτυρο ή ότι θεραπεύει όλες τις αρρώστιες), μτφ. κάτι το εξαιρετικά πολύτιμο ή αγαπητό & γι’ αυτό καλά φυλασσόμενο kimya/kīmyāʾ<χύμα < χέω
ορμάνι͜αδάση orman
ουςως, μέχρι
παρχαρομύτι͜αοι κορυφές του παρχαριού
ρακάνι͜αγήλοφοι
ραχ̌ίαράχες, βουνά
’σκουντούλιζεν(εσκουντούλιζεν) ευωδίαζε
τάνιντο υγρό υπόλειμμα ορού γάλακτος ή κρέμας μετά το ανακάτεμα του βουτύρου Թան (tan)=λιώνω, ρέω
τραγωδίαςτραγούδια
χτήνι͜ααγελάδες
ψ̌ηψυχή
ωρίαζενπρόσεχε, φύλαγε, επέβλεπε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απάν’πάνω
αρνόπααρνάκια
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ασ’από
βαχούτι͜αχρόνια, εποχές, καιροί vakit/vaḳt
βούτορονβούτυρο
γεσ̌αλίακαλοθρεμμένα, ευτραφή
δουρβάνινξύλινο αγγείο μέσα στο οποίο φτιάχνεται το βούτυρο από γάλα ή γιαούρτι
εβγάλλ’νενέβγαζε
έκιτιέκφραση αναπόλησης που υποδηλώνει νοσταλγία για κάτι παρελθοντικό hey gidi
επαρχάρευενπαραθερίζε σε ορεινό θερινό βοσκότοπο
εσαριλεύκουτουνδροσιζόταν
εσείουσανσείονταν, κουνιόντουσαν πέρα δώθε δυνατά
ζαμάνι͜αχρόνια zaman/zamān
κεμεντζ̌όπο(υποκορ.) λύρα kemençe/kemānçe
κιμιγιάνφυτό μυθικό (το οποίο πιστεύεται ότι μεταβάλει μαγικά το γάλα σε βούτυρο ή ότι θεραπεύει όλες τις αρρώστιες), μτφ. κάτι το εξαιρετικά πολύτιμο ή αγαπητό & γι’ αυτό καλά φυλασσόμενο kimya/kīmyāʾ<χύμα < χέω
ορμάνι͜αδάση orman
ουςως, μέχρι
παρχαρομύτι͜αοι κορυφές του παρχαριού
ρακάνι͜αγήλοφοι
ραχ̌ίαράχες, βουνά
’σκουντούλιζεν(εσκουντούλιζεν) ευωδίαζε
τάνιντο υγρό υπόλειμμα ορού γάλακτος ή κρέμας μετά το ανακάτεμα του βουτύρου Թան (tan)=λιώνω, ρέω
τραγωδίαςτραγούδια
χτήνι͜ααγελάδες
ψ̌ηψυχή
ωρίαζενπρόσεχε, φύλαγε, επέβλεπε
Ζαμάνι͜α και βαχούτι͜α

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost