.
.
Νέος έμ’νε κι εγάπεσα/Αχπαστόν

Αχπαστόν

Αχπαστόν
fullscreen
Έρθα, πουλί μ’, σην μαχαλά σ’,
έρθα ση γειτονία σ’
Κανείς ’κι κουίζ’ τ’ όνεμα σ’
ν’ ακούω τη λαλία σ’

Τη νύχταν όντες τραγωδώ
εγώ το παλληκάρι
Σ’κώσον και σύρον το γεργάν’,
τσέρτσον το μαξιλάρι

Άνοιξον, γιάβρι μ’, άνοιξον,
άνοιξον το πορτόπο σ’
Μεθυσμένον έχ̌’ κι έρχεται
το λαλαχ̌άρ’ τ’ αρνόπο σ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
γεργάν’πάπλωμα yorgan
γιάβριμωρό, μικρό, παιδί yavru
έρθαήρθα
έχ̌’έχει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κουίζ’φωνάζω/ει, λαλώ/εί, καλώ/εί κπ ονομαστικά
λαλαχ̌άρ’χαϊδεμένο, παραχαϊδεμένο
λαλίαλαλιά, φωνή
μαχαλάγειτονιά mahalle/maḥalle
όνεμαόνομα
όντεςόταν
πορτόποπορτούλα, πορτάκι porta
σ’κώσον(προστ.) σήκωσε
σύρον(προστ.) σύρε, τράβα, ρίξε
τραγωδώτραγουδάω
τσέρτσον(προστ.) σκίσε, ξέσκισε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
γεργάν’πάπλωμα yorgan
γιάβριμωρό, μικρό, παιδί yavru
έρθαήρθα
έχ̌’έχει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κουίζ’φωνάζω/ει, λαλώ/εί, καλώ/εί κπ ονομαστικά
λαλαχ̌άρ’χαϊδεμένο, παραχαϊδεμένο
λαλίαλαλιά, φωνή
μαχαλάγειτονιά mahalle/maḥalle
όνεμαόνομα
όντεςόταν
πορτόποπορτούλα, πορτάκι porta
σ’κώσον(προστ.) σήκωσε
σύρον(προστ.) σύρε, τράβα, ρίξε
τραγωδώτραγουδάω
τσέρτσον(προστ.) σκίσε, ξέσκισε
Αχπαστόν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost