.
.
Φά’ με, πουλί μ’

Φά’ με, πουλί μ’

Φά’ με, πουλί μ’
fullscreen
Φά’ με, πουλί μ’, σπίγγ’σον, γλύσον,
την καρδία μ’ έλα ποίσον
Φά’ με, πουλί μ’, φίλ’ σο στόμαν,
πόσον θ’ αναμένω ακόμαν;

Φά’ με, ψ̌η μ’, αβάσ̌ι͜α-αβάσ̌ι͜α
φίλ’ ση γούλαν, φίλ’ ση ράχ̌ι͜αν
Φά’ με ογληγορετά
ποίσον την ψ̌η μ’ να πετά

Φά’ με απέσ’ σο μεσοχάμ’,
ποίσο με απ’ αδά κι απάν’
Φά’ με αφκά σο θεμελίον,
σάεψον είσαι θερίον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αβάσ̌ι͜ααργά yavaş
αβάσ̌ι͜α-αβάσ̌ι͜ασταδιακά yavaş yavaş
αδάεδώ
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
αφκάκάτω
γλύσον(προστ.) λιώσε, (προστ.) σύνθλιψε
γούλανλαιμό gula
θεμελίονθεμέλιο, η πέτρα πίσω από την εστία, με μέγεθος από την μια άκρη της εστίας στην άλλη και η οποία χρησιμεύει ως θέση καζανιού/λέβητα, ράφι, αδιέξοδη θυρίδα στον τοίχο δίπλα στην εστία που χρησιμεύει ως ράφι
θερίονθηρίο
μεσοχάμ’(ή μεσοχάμιν, από το μέσον+χαμαί=κάτω, επί του εδάφους) αποτελούσε το μοναδικό θερμαινόμενο δωμάτιο του σπιτιού, το καθιστικό, στο κέντρο του οποίου βρισκόταν ο χωνός
ογληγορετάγρήγορα, ταχύτατα
ποίσο(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
ράχ̌ι͜ανράχη, πλάτη
σάεψον(προστ.) υπολόγισε, εκτίμησε, λογάριασε saymak
σπίγγ’σον(προστ.) σφίξε
φά’(προστ.) φάε
φίλ’(προστ. φιλώ) φίλα, (πληθ. φίλον) φίλοι
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αβάσ̌ι͜ααργά yavaş
αβάσ̌ι͜α-αβάσ̌ι͜ασταδιακά yavaş yavaş
αδάεδώ
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
αφκάκάτω
γλύσον(προστ.) λιώσε, (προστ.) σύνθλιψε
γούλανλαιμό gula
θεμελίονθεμέλιο, η πέτρα πίσω από την εστία, με μέγεθος από την μια άκρη της εστίας στην άλλη και η οποία χρησιμεύει ως θέση καζανιού/λέβητα, ράφι, αδιέξοδη θυρίδα στον τοίχο δίπλα στην εστία που χρησιμεύει ως ράφι
θερίονθηρίο
μεσοχάμ’(ή μεσοχάμιν, από το μέσον+χαμαί=κάτω, επί του εδάφους) αποτελούσε το μοναδικό θερμαινόμενο δωμάτιο του σπιτιού, το καθιστικό, στο κέντρο του οποίου βρισκόταν ο χωνός
ογληγορετάγρήγορα, ταχύτατα
ποίσο(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
ράχ̌ι͜ανράχη, πλάτη
σάεψον(προστ.) υπολόγισε, εκτίμησε, λογάριασε saymak
σπίγγ’σον(προστ.) σφίξε
φά’(προστ.) φάε
φίλ’(προστ. φιλώ) φίλα, (πληθ. φίλον) φίλοι
ψ̌ηψυχή
Φά’ με, πουλί μ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost