.
.
Τ’ ασημοζύγιαστον

Τ’ ασημοζύγιαστον

Τ’ ασημοζύγιαστον
fullscreen
Τα βάρσανα μ’ εγέντανε
συντρόφ’ ση μαναχ̌ία μ’
Άμον ισ̌κιάν ολόερα μ’
σαρεύ’νε την καρδία μ’
Τ’ ασημοζυγιασμένο μ’!

Κι εσύ το κομμενόχρονον,
πλουμιστόν πεταλίδα
Απάν’ ι-μ’ κέσ’ χαμοπετάς,
τσ̌ουρουφλί͜εις την καρδία μ’
Τ’ ασημοζυγιασμένο μ’!

Θ’ ανασκάφτω την σινξιλέ σ’
τη μάναν και τον κύρη σ’
ντο έγκες με αδά σο χάλ’,
εποίκες με γεσίρι σ’
Τ’ ασημοζυγιασμένο μ’!

Ατό το τζ̌εβαΐρ-τασιν
το μαργαριταρένιον 
θα κλώθ’ ατο σα ήμαρτα,
όρκον έχω δογμένον
Τ’ ασημοζυγιασμένο μ’!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανασκάφτωβλαστημώ, βρίζω
απάν’πάνω
ασημοζυγιασμένοεκείνο που ζυγίζεται σαν ασήμι πολύ προσεκτικά για την ακρίβεια του βάρους, μτφ. κάτι πολύτιμο
βάρσαναβάσανα
γεσίρικυριολ. αιχμάλωτος μτφ. ταλαιπώρος, αυτός που έχει υποστεί κακουχίες esir
δογμένονδοσμένο
εγέντανεέγιναν
έγκεςέφερες
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
ήμαρταήμαρτον, δηλωτικό μετάνοιας, από τον αόριστο β΄ του αρχαίου ρήματος ἁμαρτάνω (αμάρτησα), έκφ. έλα σα ήμαρτα=μετανόησε
ισ̌κιάνσκιά
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
κλώθ’κλώθω/ει, γυρνώ/άει
κομμενόχρονοναυτό που είθε να του κοπούν τα χρόνια
μαναχ̌ίαμοναξιά
ολόεραολόγυρα
πεταλίδαπεταλούδα
πλουμιστόνστολισμένο, διακοσμημένο με ζωγραφιές ή κεντήματα, πολύχρωμο pluma
σαρεύ’νετυλίγουν, περικυκλώνουν, εναγκαλίζονται, μτφ. αρέσουν σε sarmak
σινξιλέγενιά, γενεαλογικό δέντρο silsile
συντρόφ’σύντροφοι
τζ̌εβαΐρ-τασινπολύτιμος λίθος, διαμάντι cevahir taşı< cevahir/cevāhir + taş
χάλ’χάλι, κατάντια hal/ḥall
χαμοπετάςπετάς από χαρά, αναγαλλιάζεις
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανασκάφτωβλαστημώ, βρίζω
απάν’πάνω
ασημοζυγιασμένοεκείνο που ζυγίζεται σαν ασήμι πολύ προσεκτικά για την ακρίβεια του βάρους, μτφ. κάτι πολύτιμο
βάρσαναβάσανα
γεσίρικυριολ. αιχμάλωτος μτφ. ταλαιπώρος, αυτός που έχει υποστεί κακουχίες esir
δογμένονδοσμένο
εγέντανεέγιναν
έγκεςέφερες
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
ήμαρταήμαρτον, δηλωτικό μετάνοιας, από τον αόριστο β΄ του αρχαίου ρήματος ἁμαρτάνω (αμάρτησα), έκφ. έλα σα ήμαρτα=μετανόησε
ισ̌κιάνσκιά
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
κλώθ’κλώθω/ει, γυρνώ/άει
κομμενόχρονοναυτό που είθε να του κοπούν τα χρόνια
μαναχ̌ίαμοναξιά
ολόεραολόγυρα
πεταλίδαπεταλούδα
πλουμιστόνστολισμένο, διακοσμημένο με ζωγραφιές ή κεντήματα, πολύχρωμο pluma
σαρεύ’νετυλίγουν, περικυκλώνουν, εναγκαλίζονται, μτφ. αρέσουν σε sarmak
σινξιλέγενιά, γενεαλογικό δέντρο silsile
συντρόφ’σύντροφοι
τζ̌εβαΐρ-τασινπολύτιμος λίθος, διαμάντι cevahir taşı< cevahir/cevāhir + taş
χάλ’χάλι, κατάντια hal/ḥall
χαμοπετάςπετάς από χαρά, αναγαλλιάζεις
Τ’ ασημοζύγιαστον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost