.
.
Τσ’ εγάπ’ς τα χαβεσλούκια

Το κρεβατόπο μ’ τ’ άκλερον

Το κρεβατόπο μ’ τ’ άκλερον
fullscreen
Ταβίζ’ ο νους ι-μ’ με την ψ̌η μ’,
κι η καρδι͜ά μ’ με τον πόνον
Ποίος εξέρ’ ντο σύρω εγώ
αρ’ για τ’ εσέναν μόνον;

Το κρεβατόπο μ’ τ’ άκλερον,
άλλο ’κι χαρίζ’ ύπνον
σεβντάδες ’κείσαν εκειαπάν’
κι ατώρα στέκ’ καρίπ’κον

Έναν εγκάλια αποβραδής
και φίλεμαν κλεμμένον
Τ’ εμόν η εγάπ’ έτον κουσμέτ’,
να ζει τυρι͜αννισμένον

Το κρεβατόπο μ’ τ’ άκλερον,
άλλο ’κι χαρίζ’ ύπνον
σεβντάδες ’κείσαν εκειαπάν’
κι ατώρα στέκ’ καρίπ’κον

Εγώ αγαπώ, κι ατό αγαπά,
μιγκίν πουθέν ’κ’ ευρέθεν
Κάποτε θ’ ανταμώνομε¹,
τιδέν πα ’κ’ ετελέθεν

Το κρεβατόπο μ’ τ’ άκλερον,
άλλο ’κι χαρίζ’ ύπνον
σεβντάδες ’κείσαν εκειαπάν’
κι ατώρα στέκ’ καρίπ’κον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άκλερονάκληρο, φτωχό, δύστυχο, ταλαίπωρο
ανταμώνομεανταμώνουμε
αποβραδήςαπ’ το βράδυ, κατά το βράδυ, βραδιάτικα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατώρατώρα
εγάπ’αγάπη
εγκάλιααγκαλιά
εκειαπάν’εκεί πάνω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εξέρ’ξέρω/ει, γνωρίζω/ει
ετελέθεν(αμτβ.) τελείωσε, εξαντλήθηκε, μτφ. πέθανε
έτονήταν
ευρέθενβρέθηκε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρίπ’κονξένο, μοναχικό, φτωχό, ανήμπορο garip/ġarīb
’κείσαν(εκείσαν) κείτονταν, ξάπλωναν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κουσμέτ’τυχερό, μοίρα, ριζικό kısmet/ḳismet
κρεβατόποκρεβατάκι
μιγκίνπιθανός τρόπος, δυνατότητα mümkün/mumkin
παπάλι, επίσης, ακόμα
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
πουθένπουθενά
σεβντάδεςέρωτες sevda/sevdā
σύρωσέρνω, τραβώ, ρίχνω
ταβίζ’μαλώνω/ει, φιλονικώ/εί, επιπλήττω/ει dava/daʿvā
τιδέντίποτα
τυρι͜αννισμένοντυραννισμένο/η, ταλαιπωρημένο/η
φίλεμανφιλί
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άκλερονάκληρο, φτωχό, δύστυχο, ταλαίπωρο
ανταμώνομεανταμώνουμε
αποβραδήςαπ’ το βράδυ, κατά το βράδυ, βραδιάτικα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατώρατώρα
εγάπ’αγάπη
εγκάλιααγκαλιά
εκειαπάν’εκεί πάνω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εξέρ’ξέρω/ει, γνωρίζω/ει
ετελέθεν(αμτβ.) τελείωσε, εξαντλήθηκε, μτφ. πέθανε
έτονήταν
ευρέθενβρέθηκε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρίπ’κονξένο, μοναχικό, φτωχό, ανήμπορο garip/ġarīb
’κείσαν(εκείσαν) κείτονταν, ξάπλωναν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κουσμέτ’τυχερό, μοίρα, ριζικό kısmet/ḳismet
κρεβατόποκρεβατάκι
μιγκίνπιθανός τρόπος, δυνατότητα mümkün/mumkin
παπάλι, επίσης, ακόμα
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
πουθένπουθενά
σεβντάδεςέρωτες sevda/sevdā
σύρωσέρνω, τραβώ, ρίχνω
ταβίζ’μαλώνω/ει, φιλονικώ/εί, επιπλήττω/ει dava/daʿvā
τιδέντίποτα
τυρι͜αννισμένοντυραννισμένο/η, ταλαιπωρημένο/η
φίλεμανφιλί
ψ̌ηψυχή
Το κρεβατόπο μ’ τ’ άκλερον
Σημειώσεις
¹ Εδώ ορθότερη νοηματικά η χρήση του «ανταμούμες»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost