.
.
Τσ’ εγάπ’ς τα χαβεσλούκια

Σ̌κίσον, Θεέ μ’, τη θάλασσαν

Σ̌κίσον, Θεέ μ’, τη θάλασσαν
fullscreen
Σ̌κίσον, Θεέ μ’, τη θάλασσαν,
ποίσον δύο σοκάκια
να πάω κι έρχουμαι κρυφά
ας ση κοσμί’ τ’ ομμάτι͜α

Ήλε μ’, τη στράταν φώταξον
τ’ αρνόπο μ’ ντου δι͜αβαίνει
τ’ ιχνάρι͜α ’θε όντες αφήν’
να ελέπω πού κέσ’ μένει

Κι όντες, ήλε μ’, απιδι͜αβαίντς
και τσ̌οκεύ’ η σκοτία
Σο σπιχτόν τ’ εγκαλιόπον ατ’
να ευρίγουμαι αλλομίαν

Εγώ οξυπόλ’τος πορπατώ,
όλιον τη γην ελάστα
Τα τσ̌αρούχ̌ι͜α μ’ ’κι τσ̌ίζ’ ατα
αρ’ για τ’ ατέν ντ’ εγράσταν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλλομίανάλλη μια φορά
απιδι͜αβαίντςφεύγεις, αφήνεις πίσω, προσπερνάς, ξεπερνάς από + διαβαίνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ατααυτά
ατέναυτήν
αφήν’αφήνει
δι͜αβαίνει(για τόπο) περνάει, διασχίζει, (για χρόνο) περνάει (γενικότερα) περνάει, παύει, τελειώνει διαβαίνω
εγκαλιόποναγκαλιά, αγκαλίτσα
εγράστανφθάρηκαν, έλιωσαν γράνω/γραίνω (=ροκανίζω, κατατρώγω)
ελάσταπεριφέρθηκα, τριγύρισα, περιπλανήθηκα ἀλάομαι/ηλάσκω
ελέπωβλέπω
έρχουμαιέρχομαι
ευρίγουμαιβρίσκομαι
’θετου/της
ιχνάρι͜αχνάρια, ίχνη
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοσμί’κόσμου
ντουότι, που, αυτό/ά που
όλιονόλο, ολόκληρο
ομμάτι͜αμάτια
όντεςόταν
οξυπόλ’τοςξυπόλητος/η
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πορπατώπερπατάω
σ̌κίσονσκίσε (προστ.)
σκοτίασκοτάδι
σπιχτόνσφιχτό/ή
τσ̌ίζ’λυπάμαι/ται, συμπονώ/εί σίζω
τσ̌οκεύ’καταπίπτει, επικάθεται, κλίνει υπό το βάρος çökmek
φώταξον(προστ.) φώτισε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αλλομίανάλλη μια φορά
απιδι͜αβαίντςφεύγεις, αφήνεις πίσω, προσπερνάς, ξεπερνάς από + διαβαίνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ατααυτά
ατέναυτήν
αφήν’αφήνει
δι͜αβαίνει(για τόπο) περνάει, διασχίζει, (για χρόνο) περνάει (γενικότερα) περνάει, παύει, τελειώνει διαβαίνω
εγκαλιόποναγκαλιά, αγκαλίτσα
εγράστανφθάρηκαν, έλιωσαν γράνω/γραίνω (=ροκανίζω, κατατρώγω)
ελάσταπεριφέρθηκα, τριγύρισα, περιπλανήθηκα ἀλάομαι/ηλάσκω
ελέπωβλέπω
έρχουμαιέρχομαι
ευρίγουμαιβρίσκομαι
’θετου/της
ιχνάρι͜αχνάρια, ίχνη
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοσμί’κόσμου
ντουότι, που, αυτό/ά που
όλιονόλο, ολόκληρο
ομμάτι͜αμάτια
όντεςόταν
οξυπόλ’τοςξυπόλητος/η
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πορπατώπερπατάω
σ̌κίσονσκίσε (προστ.)
σκοτίασκοτάδι
σπιχτόνσφιχτό/ή
τσ̌ίζ’λυπάμαι/ται, συμπονώ/εί σίζω
τσ̌οκεύ’καταπίπτει, επικάθεται, κλίνει υπό το βάρος çökmek
φώταξον(προστ.) φώτισε
Σ̌κίσον, Θεέ μ’, τη θάλασσαν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost