.
.
Καρδοπόνεμαν

Παρχάρ’ αέρας

Παρχάρ’ αέρας
fullscreen
Παρχάρ’ αέρα εφύσεσεν
τα τσάμι͜ας ι-σ’ ελύαν
Τζ̌ιγκαλιδι͜άρ’κα μαλλόπα
ση γούλα μ’ ετυλίαν

Κόρη, πέ’ α’ τη μάνα σου
το φυλαχτόν ας βάλ-τ-’ σε
Σην απαντή σ’ π’ ευρίεται
καμίαν ’κι ανασπάλ’ -τ- σε

Θα τσαντζαρεύω σα λίβι͜α,
θα κάθουμαι σην άκραν
Όθεν ελέπ’ς χοντρόν βρεχ̌ήν
θα έν’ τ’ εμά τα δάκρυ͜α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
άκρανάκρη, αρχή
ανασπάλ’ξεχάσω/ει
απαντήπροϋπάντηση, συνάντηση
βρεχ̌ήνβροχή
γούλαλαιμός gula
ελέπ’ςβλέπεις
ελύανλύθηκαν, έλιωσαν
εμάδικά μου
έν’είναι
ετυλίαντυλίχθηκαν
ευρίεταιβρίσκεται
εφύσεσενφύσηξε
καμίανποτέ
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λίβι͜ασύννεφα λίβος<λείβω
μαλλόπαμαλλάκια
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
πέ’(προστ.) πες
τζ̌ιγκαλιδι͜άρ’κακατσαρά
τσάμι͜αςπλεξούδες
τσαντζαρεύωαναρριχώμαι, σκαρφαλώνω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
άκρανάκρη, αρχή
ανασπάλ’ξεχάσω/ει
απαντήπροϋπάντηση, συνάντηση
βρεχ̌ήνβροχή
γούλαλαιμός gula
ελέπ’ςβλέπεις
ελύανλύθηκαν, έλιωσαν
εμάδικά μου
έν’είναι
ετυλίαντυλίχθηκαν
ευρίεταιβρίσκεται
εφύσεσενφύσηξε
καμίανποτέ
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λίβι͜ασύννεφα λίβος<λείβω
μαλλόπαμαλλάκια
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
πέ’(προστ.) πες
τζ̌ιγκαλιδι͜άρ’κακατσαρά
τσάμι͜αςπλεξούδες
τσαντζαρεύωαναρριχώμαι, σκαρφαλώνω
Παρχάρ’ αέρας

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost