.
.
Το σέρτικον

Το σέρτικον

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Το σέρτικον
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Έσυρεν οπίσ’ το λετσ̌έκ’
και έσ’κωσεν τ’ ωμία
Τίκια χορόν εχόρεψεν
κι επέρεν την καρδία μ’

Τερείς τον ήλιον βζήεται
κι ο φέγγον τσ̌αρτιλίζει
Ατό τ’ ομματοτέρεμα σ’
την καρδι͜ά μ’ τυρι͜αννίζει

Έναν καιρόν επέτανα,
ετόξευα τα λίβι͜α
Έρθαν εντώκαν τα φτερά μ’
φαρμακερά μολύβι͜α

Εποίκες με, πουλόπο μου,
το ψωμίν να γυρεύω
Νέ να κοιμούμαι επορώ,
νέ να δουλεύω θέλω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
βζήεται(αμτβ.) σβήνει
γυρεύωεπαιτώ, ζητιανεύω
εντώκανχτύπησαν
επέρενπήρε
επέταναπετούσα
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
επορώμπορώ
έρθανήρθαν
έσ’κωσενσήκωσε
έσυρενέσυρε, τράβηξε, έριξε
ετόξευαέριχνα βέλος (και πετύχαινα κπ, τον χτυπούσα)
εχόρεψενχόρεψε
κοιμούμαικοιμάμαι
λετσ̌έκ’γυναικείο μαντίλι που χρησίμευε ως κάλυμμα κεφαλής δεμένο σε σχήμα τριγώνου leçek<laçak
λίβι͜ασύννεφα λίβος<λείβω
νέούτε ne
ομματοτέρεμαβλέμμα, ματιά
οπίσ’πίσω
πουλόποπουλάκι
τερείςκοιτάς
τίκιαστητά dik
τσ̌αρτιλίζειλάμπει, λαμποκοπάει
τυρι͜αννίζειτυραννάει, ταλαιπωρεί
φέγγονφεγγάρι
ωμίαώμοι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
βζήεται(αμτβ.) σβήνει
γυρεύωεπαιτώ, ζητιανεύω
εντώκανχτύπησαν
επέρενπήρε
επέταναπετούσα
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
επορώμπορώ
έρθανήρθαν
έσ’κωσενσήκωσε
έσυρενέσυρε, τράβηξε, έριξε
ετόξευαέριχνα βέλος (και πετύχαινα κπ, τον χτυπούσα)
εχόρεψενχόρεψε
κοιμούμαικοιμάμαι
λετσ̌έκ’γυναικείο μαντίλι που χρησίμευε ως κάλυμμα κεφαλής δεμένο σε σχήμα τριγώνου leçek<laçak
λίβι͜ασύννεφα λίβος<λείβω
νέούτε ne
ομματοτέρεμαβλέμμα, ματιά
οπίσ’πίσω
πουλόποπουλάκι
τερείςκοιτάς
τίκιαστητά dik
τσ̌αρτιλίζειλάμπει, λαμποκοπάει
τυρι͜αννίζειτυραννάει, ταλαιπωρεί
φέγγονφεγγάρι
ωμίαώμοι
Το σέρτικον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost