.
.
Καρδοπόνεμαν

Τα δάκρυ͜α μ’ θα σπογγίζ’ ατα

Τα δάκρυ͜α μ’ θα σπογγίζ’ ατα
fullscreen
Τα δάκρυ͜α μ’ θα σπογγίζ’ ατα
σο λώμα σ’ την φανέλαν
Ούσνα θα στυχαρι͜άζ’νε με
αρ’ με τ’ εσόν την ὲλα

Είδα τ’ αρνόπο μ’ με την κλαίη
κι η ψ̌η μ’ ετογραεύτεν
Άτσ̌απα ντο εποίκα ατο
και -ν- επορανλανεύτεν;

[Και] ’Κι ’ξέρω ντο εποίκα ατο
και -ν- αποκαλατσ̌εύ’ με
Με τ’ αφορμάσ̌ι͜α τ’ς πολεμά
αρ’ για να καντουρεύ’ με

Τον κάντρο σ’ ετονάτεψα
κι όλιον το κοιμητήρι σ’
Ας σον πρόσωπο σ’ φαίνεται,
αρνί μ’, το μεκατίρι σ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αποκαλατσ̌εύ’μιλάει απρεπώς, αποπαίρνει keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ατααυτά
άτσ̌απαάραγε, αναρωτιέμαι acaba/ʿacebā
αφορμάσ̌ι͜αυποκρισίες, προφάσεις, ψεύτικες δικαιολογίες
ὲλαερχομός, άφιξη
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
επορανλανεύτενπλημμύρισε με δάκρυα, εκ του ποράν=μπόρα, καταιγίδα boran<βενετ. bora<λατ. Boreas <Βορέας (αντιδάνειο)
εσόνδικός/ή/ό σου
ετογραεύτενέγινε κομμάτια doğramak
ετονάτεψαδιακόσμησα, στόλισα, (για τραπέζι) έστρωσα μεγαλοπρεπώς (προστ.), καλλώπισα donatmak
καντουρεύ’ξεγελάω/ει, εξαπατώ/ει, κοροϊδεύω/ει kandırmak
κάντροκορνίζα, κάδρο, φωτογραφία quadro
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαίηκλάμα, θρήνος
λώμαρούχο λῶμα/λωμάτιον
μεκατίριαξία (ηθική), ποσότητα, ικανότητα (ενικ.) miḳdār/ (πληθ.) meḳādīr/mawaqīdīr
όλιονόλο, ολόκληρο
ούσναμέχρι που, έως ότου
σπογγίζ’σκουπίζω/ει
στυχαρι͜άζ’νεσυγχαίρουν, αγγέλουν ευχάριστο γεγονός
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αποκαλατσ̌εύ’μιλάει απρεπώς, αποπαίρνει keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ατααυτά
άτσ̌απαάραγε, αναρωτιέμαι acaba/ʿacebā
αφορμάσ̌ι͜αυποκρισίες, προφάσεις, ψεύτικες δικαιολογίες
ὲλαερχομός, άφιξη
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
επορανλανεύτενπλημμύρισε με δάκρυα, εκ του ποράν=μπόρα, καταιγίδα boran<βενετ. bora<λατ. Boreas <Βορέας (αντιδάνειο)
εσόνδικός/ή/ό σου
ετογραεύτενέγινε κομμάτια doğramak
ετονάτεψαδιακόσμησα, στόλισα, (για τραπέζι) έστρωσα μεγαλοπρεπώς (προστ.), καλλώπισα donatmak
καντουρεύ’ξεγελάω/ει, εξαπατώ/ει, κοροϊδεύω/ει kandırmak
κάντροκορνίζα, κάδρο, φωτογραφία quadro
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαίηκλάμα, θρήνος
λώμαρούχο λῶμα/λωμάτιον
μεκατίριαξία (ηθική), ποσότητα, ικανότητα (ενικ.) miḳdār/ (πληθ.) meḳādīr/mawaqīdīr
όλιονόλο, ολόκληρο
ούσναμέχρι που, έως ότου
σπογγίζ’σκουπίζω/ει
στυχαρι͜άζ’νεσυγχαίρουν, αγγέλουν ευχάριστο γεγονός
ψ̌ηψυχή
Τα δάκρυ͜α μ’ θα σπογγίζ’ ατα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost