.
.
Τα καλύτερα ποντιακά τραγούδια

Έναν βούραν τσατσόπα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Έναν βούραν τσατσόπα,
λεφτοκαρί’ καντζόπα
Βάλλ’ ατα σην τσ̌όπι͜α μου,
καντουρεύω κορτσόπα

Εχ̌ι͜ονίγα, εχ̌ι͜ονίγα,
αρ’ εγώ -ν- επατουλίγα
Ση Σουμελά την Παναγιάν
τ’ αρνόπο μ’ ετυλίγα

Ατός για τ’ εμέν επλάστεν
κι εγώ είμαι για τ’ ατόν
Για τ’ ατόν θα τραγωδώ,
τη γερὰς ι-μ’ ο γιατρόν

Εχ̌ι͜ονίγα, εχ̌ι͜ονίγα,
αρ’ εγώ -ν- επατουλίγα
Ση Σουμελά την Παναγιάν
τ’ αρνόπο μ’ ετυλίγα

Όι/Ωχ! ν’ αηλί εμέν, ν’ αηλί,
σο κιφάλι μ’ κάτ’ λαλεί!
Έμορφον που θα φιλεί,
πάντα θα παρακαλεί
Άσ̌κεμον που θα φιλεί,
τη μανίτσαν ατ’ ν’ αηλί

Εχ̌ι͜ονίγα, εχ̌ι͜ονίγα,
αρ’ εγώ -ν- επατουλίγα
Ση Σουμελά την Παναγιάν
τ’ αρνόπο μ’ ετυλίγα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
άσ̌κεμονάσχημο, κακότροπο
ατααυτά
ατόςαυτός
βάλλ’βάζω/ει
βούρανχούφτα vola=η παλάμη του χεριού ή το πέλμα του ποδιού
γερὰςπληγής yara
έμορφονόμορφο
επατουλίγασκεπάστηκα με νιφάδες χιονιού (πατούλια), χιονίστηκα
επλάστενπλάστηκε, δημιουργήθηκε, εμφανίστηκε
ετυλίγατυλίχθηκα
εχ̌ι͜ονίγαχιονίστηκα
καντζόπακαρποί
καντουρεύωξεγελάω, εξαπατάω, κοροϊδεύω kandırmak
κιφάλικεφάλι
κορτσόπακοριτσάκια
λαλείβγάζει λαλιά, καλεί, αποκαλεί, προσκαλεί, οδηγεί
λεφτοκαρί’λεπτοκαρυάς, φουντουκιάς λεπτο- + κάρυον
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
τραγωδώτραγουδάω
τσατσόπαξεροκλάδια θάμνων, φρύγανα
τσ̌όπι͜ατσέπη cep/ceyb
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
άσ̌κεμονάσχημο, κακότροπο
ατααυτά
ατόςαυτός
βάλλ’βάζω/ει
βούρανχούφτα vola=η παλάμη του χεριού ή το πέλμα του ποδιού
γερὰςπληγής yara
έμορφονόμορφο
επατουλίγασκεπάστηκα με νιφάδες χιονιού (πατούλια), χιονίστηκα
επλάστενπλάστηκε, δημιουργήθηκε, εμφανίστηκε
ετυλίγατυλίχθηκα
εχ̌ι͜ονίγαχιονίστηκα
καντζόπακαρποί
καντουρεύωξεγελάω, εξαπατάω, κοροϊδεύω kandırmak
κιφάλικεφάλι
κορτσόπακοριτσάκια
λαλείβγάζει λαλιά, καλεί, αποκαλεί, προσκαλεί, οδηγεί
λεφτοκαρί’λεπτοκαρυάς, φουντουκιάς λεπτο- + κάρυον
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
τραγωδώτραγουδάω
τσατσόπαξεροκλάδια θάμνων, φρύγανα
τσ̌όπι͜ατσέπη cep/ceyb

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost