.
.
Ποντοπόροι | Ρωμάνα

Ρομάνα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ρομάνα
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ρομάνα επαρχάρευεν
Κουντούρ’ σα Λιβαδία
Σου Μίρη και σου Κοβλακά
και σ’ Άσπρα τα Πλακία

Ρομάνα, ξαν Ρομάνα
και τη παρχαρί’ η μάνα
Τιδέν ’κι φοβερίζ’ α̤τεν
απέσ’ σ’ άγρι͜α τ’ ορμάνι͜α

Σεράντα χτήνι͜α ωρίαζεν,
σεράντα αλμεγάδι͜α
άλλ’ ατόσα πα ωρίαζεν
μουσκάρι͜α άμον ζουρκάδι͜α

Ρομάνα, ξαν Ρομάνα
και τη παρχαρί’ η μάνα
Τιδέν ’κι φοβερίζ’ α̤τεν
απέσ’ σ’ άγρι͜α τ’ ορμάνι͜α

Η δείσα εκάτσεν σα ραχ̌ι͜ά,
θολούνταν τα παρχάρι͜α
Ρομάνα μ’, άλλο ’κ’ είδα σε,
εχάσα και τ’ ιχνάρι͜α

Ρομάνα, ξαν Ρομάνα
και τη παρχαρί’ η μάνα
Τιδέν ’κι φοβερίζ’ α̤τεν
απέσ’ σ’ άγρι͜α τ’ ορμάνι͜α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλμεγάδι͜ατα πρόσφορα για άρμεγμα ζώα
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
α̤τεναυτήν
δείσαομίχλη δεῖσα=υγρασία, λάσπη, βρωμιά
εκάτσενκάθισε
επαρχάρευενπαραθερίζε σε ορεινό θερινό βοσκότοπο
εχάσαέχασα
ζουρκάδι͜αζαρκάδια
θολούντανθολώνουν
ιχνάρι͜αχνάρια, ίχνη
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
Κουντούρ’Φλεβάρη
Λιβαδία(ή Αλβεάδι͜α) θεωρούνταν το καλύτερο παρχάρι όχι μόνον της Κρώμνης, αλλά και όλων των άλλων περιοχών
μουσκάρι͜αμοσχάρια
ξανπάλι, ξανά
ορμάνι͜αδάση orman
παπάλι, επίσης, ακόμα
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
ρομάναπαρχαρομάνα, γυναίκα επιφορτισμένη με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
σεράντασαράντα
τιδέντίποτα
χτήνι͜ααγελάδες
ωρίαζενπρόσεχε, φύλαγε, επέβλεπε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αλμεγάδι͜ατα πρόσφορα για άρμεγμα ζώα
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
α̤τεναυτήν
δείσαομίχλη δεῖσα=υγρασία, λάσπη, βρωμιά
εκάτσενκάθισε
επαρχάρευενπαραθερίζε σε ορεινό θερινό βοσκότοπο
εχάσαέχασα
ζουρκάδι͜αζαρκάδια
θολούντανθολώνουν
ιχνάρι͜αχνάρια, ίχνη
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
Κουντούρ’Φλεβάρη
Λιβαδία(ή Αλβεάδι͜α) θεωρούνταν το καλύτερο παρχάρι όχι μόνον της Κρώμνης, αλλά και όλων των άλλων περιοχών
μουσκάρι͜αμοσχάρια
ξανπάλι, ξανά
ορμάνι͜αδάση orman
παπάλι, επίσης, ακόμα
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
ρομάναπαρχαρομάνα, γυναίκα επιφορτισμένη με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
σεράντασαράντα
τιδέντίποτα
χτήνι͜ααγελάδες
ωρίαζενπρόσεχε, φύλαγε, επέβλεπε
Ρομάνα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost