.
.
Ποντοπόροι | Αροθυμία

Τσ̌οπάνος

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Τσ̌οπάνος
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Τσ̌οπάνος με τα πρόατα/πρόβατα
λάσ̌κεται τα ραχ̌ία
Πίνει τα κρύα τα νερά
και σύρ’ τη μαναχ̌ία

Ίλα̤μ σα ραχ̌ι͜ά
πάντα να ευρίουμαι
Πίνω τα κρύα νερά,
τραγουδώ και χ̌αίρουμαι

Τσ̌οπάνε μ’ και τα πρόατα σ’/πρόβατα σ’,
τσ̌οπάνε μ’ και τ’ αρνόπα σ’
Ατά εξέρ’νε ας ση χαρά σ’
’γροικούν ας σα τερτόπα σ’

Ίλα̤μ σα ραχ̌ι͜ά
πάντα να ευρίουμαι
Πίνω τα κρύα νερά,
τραγουδώ και χ̌αίρουμαι

Τσ̌οπάνε μ’, άφ’ς τα πρόατα/πρόβατα,
τσ̌οπάνε μ’, άφ’ς τ’ αρνία
Κανείται ντο εντώκαν σε
χαλάζια και βρεχ̌ία

Ίλα̤μ σα ραχ̌ι͜ά
πάντα να ευρίουμαι
Πίνω τα κρύα νερά,
τραγουδώ και χ̌αίρουμαι

Τσ̌οπάνε μ’, άφ’ς τα λιβάδα̤
κατήβα ’ς σα ραχ̌ία
Έλα και αναμένε σε
χαρχαρισμένα ψ̌ήα

Ίλα̤μ σα ραχ̌ι͜ά
πάντα να ευρίουμαι
Πίνω τα κρύα νερά,
τραγουδώ και χ̌αίρουμαι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αρνόπααρνάκια
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατάαυτά
άφ’ς(προστ.) άφησε
βρεχ̌ίαβροχές
’γροικούν(εγροικούν) καταλαβαίνουν
εντώκανχτύπησαν
εξέρ’νεξέρουν, γνωρίζουν ή ήξερε, γνώριζε
ευρίουμαιβρίσκομαι
ίλα̤μπροπαντώς, ιδιαίτερα, ειδικά illa/illā
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
κατήβα(προστ.) κατέβα
λάσ̌κεταιπεριφέρεται, τριγυρνά, περιπλανιέται ἀλάομαι/ηλάσκω
λιβάδα̤λιβάδια
μαναχ̌ίαμοναξιά
πρόαταπρόβατα
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
ραχ̌ίαράχες, βουνά
’ς(ας) από
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τερτόπα(υποκορ.) καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
χ̌αίρουμαιχαίρομαι
χαρχαρισμέναασθμαίνοντα, ψυχορραγούντα, που αναπνέουν δύσκολα
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αρνόπααρνάκια
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατάαυτά
άφ’ς(προστ.) άφησε
βρεχ̌ίαβροχές
’γροικούν(εγροικούν) καταλαβαίνουν
εντώκανχτύπησαν
εξέρ’νεξέρουν, γνωρίζουν ή ήξερε, γνώριζε
ευρίουμαιβρίσκομαι
ίλα̤μπροπαντώς, ιδιαίτερα, ειδικά illa/illā
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
κατήβα(προστ.) κατέβα
λάσ̌κεταιπεριφέρεται, τριγυρνά, περιπλανιέται ἀλάομαι/ηλάσκω
λιβάδα̤λιβάδια
μαναχ̌ίαμοναξιά
πρόαταπρόβατα
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
ραχ̌ίαράχες, βουνά
’ς(ας) από
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τερτόπα(υποκορ.) καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
χ̌αίρουμαιχαίρομαι
χαρχαρισμέναασθμαίνοντα, ψυχορραγούντα, που αναπνέουν δύσκολα
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
Τσ̌οπάνος

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost