.
.
Τέρεν, μάνα, πώς χορεύω

Κατήβα σο πεγαδόπον

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Κατήβα σο πεγαδόπον
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Έβγα οξ̌ωκά ας ελέπω σε,
[τσ̌άνουμ γιαρ]
αρ’ έμπα απέσ’ και κλείδα [λέγω]
Αν ερωτά σε η μάνα σ’
[τσ̌άνουμ γιαρ]
πέ’ ατεν «καν’νάν ’κ’ είδα» [λέγω]

Τσ̌άνουμ, τσ̌άνουμ, νε κορτσόπον, [λέγω]
κατήβα σο πεγαδόπον [λέγω]
Φέρον με έναν κρύον νερόπον
ας σο τσ̌αμουρένιον το τεστόπον [λέγω]
για τ’ εμόν το χατιρόπον [λέγω]

Εσύ έ͜εις τ’ ήλ’ τα κόκκινα,
[τσ̌άνουμ γιαρ]
τη φέγγονος τ’ ασπρότας [λέγω]
Πέει τη μάνα σ’ και τον κύρη σ’
[τσ̌άνουμ γιαρ]
ας ασπαλούν τα πόρτας [λέγω]

Τσ̌άνουμ, τσ̌άνουμ, νε κορτσόπον, [λέγω]
κατήβα σο πεγαδόπον [λέγω]
Φέρον με έναν κρύον νερόπον
ας σο τσ̌αμουρένιον το τεστόπον [λέγω]
για τ’ εμόν το χατιρόπον [λέγω]

Έναν πουλόπον έχ̌’ κι έρ’ται
[τσ̌άνουμ γιαρ]
με τον κελαηδημόν -ι [λέγω]
Τ’ ομμάτι͜α ’θ’ είναι πλουμιστά,
[τσ̌άνουμ γιαρ]
να έτονε τ’ εμόν -ι! [λέγω]

Τσ̌άνουμ, τσ̌άνουμ, νε κορτσόπον, [λέγω]
κατήβα σο πεγαδόπον [λέγω]
Φέρον με έναν κρύον νερόπον
ας σο τσ̌αμουρένιον το τεστόπον [λέγω]
για τ’ εμόν το χατιρόπον [λέγω]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ασπαλούνσφαλίζουν κτ, κλείνουν κτ εντελώς/πολύ καλά
ασπρόταςασπράδες, λευκότητα
ατεναυτήν
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
έ͜ειςέχεις
έβγα(προστ.) βγες
ελέπωβλέπω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμπα(προστ.) μπες
έρ’ταιέρχεται
ερωτάρωτάει
έτονεήταν
έχ̌’έχει
έχ̌’ κι έρ’ταιείναι στον ερχομό, έρχεται
ήλ’ήλιου
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καν’νάνκανέναν
κατήβα(προστ.) κατέβα
κελαηδημόνκελάηδημα
κλείδα(προστ.) κλείδωσε κτ με κλειδαριά, κλείσε
κορτσόπονκοριτσάκι
νερόποννεράκι
ομμάτι͜αμάτια
οξ̌ωκάέξω
πέ’(προστ.) πες
πεγαδόπονβρυσούλα
πέει(προστ.) πες
πλουμιστάστολισμένα, διακοσμημένα με ζωγραφιές ή κεντήματα, πολύχρωμα pluma
πόρτας(ονομ.πληθ.) πόρτες porta
πουλόπονπουλάκι
τεστόπονμικρή υδρία, κανατούλα testa
τσ̌άνουμψυχή μου, αγαπημένε/η μου canım<can/cān
φέγγονοςφεγγαριού
φέρον(προστ.) φέρε
χατιρόπον(υποκορ.) χάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ασπαλούνσφαλίζουν κτ, κλείνουν κτ εντελώς/πολύ καλά
ασπρόταςασπράδες, λευκότητα
ατεναυτήν
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
έ͜ειςέχεις
έβγα(προστ.) βγες
ελέπωβλέπω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμπα(προστ.) μπες
έρ’ταιέρχεται
ερωτάρωτάει
έτονεήταν
έχ̌’έχει
έχ̌’ κι έρ’ταιείναι στον ερχομό, έρχεται
ήλ’ήλιου
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καν’νάνκανέναν
κατήβα(προστ.) κατέβα
κελαηδημόνκελάηδημα
κλείδα(προστ.) κλείδωσε κτ με κλειδαριά, κλείσε
κορτσόπονκοριτσάκι
νερόποννεράκι
ομμάτι͜αμάτια
οξ̌ωκάέξω
πέ’(προστ.) πες
πεγαδόπονβρυσούλα
πέει(προστ.) πες
πλουμιστάστολισμένα, διακοσμημένα με ζωγραφιές ή κεντήματα, πολύχρωμα pluma
πόρτας(ονομ.πληθ.) πόρτες porta
πουλόπονπουλάκι
τεστόπονμικρή υδρία, κανατούλα testa
τσ̌άνουμψυχή μου, αγαπημένε/η μου canım<can/cān
φέγγονοςφεγγαριού
φέρον(προστ.) φέρε
χατιρόπον(υποκορ.) χάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
Κατήβα σο πεγαδόπον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost