.
.
Ποντιακά | Η όμορφη Μακεδονία

Ο ξενιτέας

Ο ξενιτέας
fullscreen
Ν’ αηλί εκείνεν που αναμέν’
ημέρας, μήνας, χρόνια
ατέ τον ξενιτέαν ατ’ς
Έλα κι ας χ̌αίρεται η ψ̌η,
κλώστ’ και ας τρέχ’νε δάκρυ͜α
Δάκρυ͜α ντο τρέχ’νε ας ση χαράν

♫

Έλα, γιαβρί μ’, ας σα μακρά
ντ’ έσυρες εκανέθαν
Έλα να χ̌αίρουμαι κι εγώ,
τα χρόνια μ’ ετελέθαν

Εσέν όντες έχω σο νου μ’
τα νύχτας ’κι τελείνταν
Η ώρα χρόνος ’ίνεται,
τα δάκρυ͜α μ’ ’κι κανείνταν

Έλα, μάνα, σ’ αγνάντεμα
ση χωρί’ το ραχ̌όπον
Έρ’ται ο ξενιτέας ι-σ’,
τη ψ̌ης ι-σ’ το δεντρόπον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αναμέν’περιμένει
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατέαυτή
ατ’ςαυτής, της
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
δεντρόπονδεντράκι
εκανέθανήταν αρκετά, επάρκεσαν για κτ ἱκανόω
εκείνενεκείνη
έρ’ταιέρχεται
έσυρεςέσυρες, τράβηξες, έριξες
ετελέθαν(αμτβ.) τελείωσαν, εξαντλήθηκαν, μτφ. πέθαναν
’ίνεταιγίνεται
κανείντανείναι αρκετά, επαρκούν για κτ ἱκανόω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώστ’(προστ.) γύρνα/γύρισε, επέστρεψε
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μήνας(τα) μήνες
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νύχτας(ον.πληθ.,τα) νύχτες
ξενιτέανξενιτεμένο
ξενιτέαςξενιτεμένος
όντεςόταν
ραχ̌όπονραχούλα, μικρό βουνό
τελείνταν(αμτβ.) τελειώνουν, εξαντλούνται, μτφ. πεθαίνουν
τρέχ’νετρέχουν
χ̌αίρουμαιχαίρομαι
χωρί’χωριού
ψ̌ηψυχή
ψ̌ηςψυχής
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αναμέν’περιμένει
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατέαυτή
ατ’ςαυτής, της
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
δεντρόπονδεντράκι
εκανέθανήταν αρκετά, επάρκεσαν για κτ ἱκανόω
εκείνενεκείνη
έρ’ταιέρχεται
έσυρεςέσυρες, τράβηξες, έριξες
ετελέθαν(αμτβ.) τελείωσαν, εξαντλήθηκαν, μτφ. πέθαναν
’ίνεταιγίνεται
κανείντανείναι αρκετά, επαρκούν για κτ ἱκανόω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώστ’(προστ.) γύρνα/γύρισε, επέστρεψε
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μήνας(τα) μήνες
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νύχτας(ον.πληθ.,τα) νύχτες
ξενιτέανξενιτεμένο
ξενιτέαςξενιτεμένος
όντεςόταν
ραχ̌όπονραχούλα, μικρό βουνό
τελείνταν(αμτβ.) τελειώνουν, εξαντλούνται, μτφ. πεθαίνουν
τρέχ’νετρέχουν
χ̌αίρουμαιχαίρομαι
χωρί’χωριού
ψ̌ηψυχή
ψ̌ηςψυχής
Ο ξενιτέας

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost