.
.
Ποντιακά | Η όμορφη Μακεδονία

Να κλείν’νε τα στράτας τη ξενιτείας

Να κλείν’νε τα στράτας τη ξενιτείας
fullscreen
Κλωστέστεν σα χωρία σουν,
κλωστέστεν σα παιδία σουν,
κλωστέστεν σοι μανάδες
Τα δάκρυ͜α μαύρα κατρακυλούν,
κανενός κατσία ’κι γελούν,
Τα ξένα άλλο ’κι σύρκουνταν

♫

Θεέ μ’, μεγαλοδύναμε,
Εσύ τέρεν και κρίσον
Τη ξενιτείας τα στράτας
με τα σίδερα κλείσον

♫

Να μη πάνε τ’ αδέλφι͜α μουν,
εκεί πα π’ είν’ να έρ’ταν
Κανείται σα μακρά ντ’ έσυραν
κι ατόσον που επαιδεύταν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ατόσοντόσο
είν’(για πληθ.) είναι
έρ’τανέρχονται
έσυρανέσυραν, τράβηξαν, έριξαν
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
κατσίαπρόσωπο, μέτωπο
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλωστέστεν(προστ.) γυρίστε, επιστρέψτε
κρίσον(προστ.) κρίνε
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μουνμας
παπάλι, επίσης, ακόμα
παιδίαπαιδιά
σοιστους/στις, τους/τις
σουνσας
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
σύρκουνταντραβιούνται, σύρονται, υποφέρονται, αντέχονται
τέρεν(προστ.) κοίταξε
χωρίαχωριά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ατόσοντόσο
είν’(για πληθ.) είναι
έρ’τανέρχονται
έσυρανέσυραν, τράβηξαν, έριξαν
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
κατσίαπρόσωπο, μέτωπο
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλωστέστεν(προστ.) γυρίστε, επιστρέψτε
κρίσον(προστ.) κρίνε
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μουνμας
παπάλι, επίσης, ακόμα
παιδίαπαιδιά
σοιστους/στις, τους/τις
σουνσας
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
σύρκουνταντραβιούνται, σύρονται, υποφέρονται, αντέχονται
τέρεν(προστ.) κοίταξε
χωρίαχωριά
Να κλείν’νε τα στράτας τη ξενιτείας

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost