.
.
Ανάμνησις του Πόντου Νο2

Πονεμένον ψ̌ην

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Πονεμένον ψ̌ην
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Εγώ μικρός όντες έμ’νε -ν-
ας σον κύρ’ ορφανίγ̆α
Ατώρα -ν- ας σ’ ετράνυνα
’ς σα τέρτι͜α -ν- εκρεμίγ̆α

Εγώ καμίαν ’κι γελώ¹
και πάντα αναστενάζω
’Κ’ επόρεσα και -ν- ο καρίπ’ς
τον κόσμον να χορτάζω

Σεράντα ποταμόνερα
κι εφτά ραχ̌ία χ̌ι͜όνι͜α
’κ’ επόρεσαν να έπλυναν²
τη καρδι͜άς ι-μ’ τα πόνι͜α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ατώρατώρα
έμ’νεήμουν
επόρεσαμπόρεσα
επόρεσανμπόρεσαν
ετράνυναμεγάλωσα, ανέθρεψα τρανόω-ῶ
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
καρίπ’ςξένος, μοναχικός, φτωχός, ανήμπορος / (αιτ. πληθ.) ξένους, μοναχικούς, φτωχούς, ανήμπορους garip/ġarīb
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κύρ’πατέρα
όντεςόταν
πόνι͜απόνοι
ραχ̌ίαράχες, βουνά
’ς(ας) από
σεράντασαράντα
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
χορτάζωχορταίνω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ατώρατώρα
έμ’νεήμουν
επόρεσαμπόρεσα
επόρεσανμπόρεσαν
ετράνυναμεγάλωσα, ανέθρεψα τρανόω-ῶ
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
καρίπ’ςξένος, μοναχικός, φτωχός, ανήμπορος / (αιτ. πληθ.) ξένους, μοναχικούς, φτωχούς, ανήμπορους garip/ġarīb
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κύρ’πατέρα
όντεςόταν
πόνι͜απόνοι
ραχ̌ίαράχες, βουνά
’ς(ας) από
σεράντασαράντα
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
χορτάζωχορταίνω
Πονεμένον ψ̌ην
Σημειώσεις
¹ Ακούγεται πιθ. εκ παραδρομής να τραγουδάει «’κι γερώ» που δεν στέκει νοηματικά.
² Ακούγεται πιθ. εκ παραδρομής να τραγουδάει «έκλειναν» που δεν στέκει νοηματικά.

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost