.
.
Πατρίδα μ’, αραεύω σε

Ο φέγγον

Ο φέγγον
fullscreen
Τη νύχτας είμες το ζευγάρ’
εγώ με την Ελένκω -ν
Άμον ντο είν’ σον ουρανόν
η Πούλια με τον φέγγον

[Ε!] Ο φέγγον κείται ανάσ̌κελα
εγώ θέκ’ ατον / κλώθ’ ατον κούπα
Γιαβρί μ’, ας σα στομόχ̌ειλα σ’
για δὼμα έναν βούκαν

Τρυγόνα μ’, όντες μετ’ εσέν
την νύχταν ανταμώνω
Ας σ’ ομματόπα σ’ κλέφτω φως
και τον φέγγον γομώνω

[Ε!] Ο φέγγον κείται ανάσ̌κελα
εγώ θέκ’ ατον κούπα
Γιαβρί μ’, ας σα στομόχ̌ειλα σ’
για δὼμα έναν βούκαν

Τον ήλιον εκουβάλεσα
οπίσ’ σο ρακανόπο σ’
Αρ’ να βραδύν’ ογλήγορα
και ρούζω σ’ εγκαλιόπο σ’

[Ε!] Ο φέγγον κείται ανάσ̌κελα
εγώ θέκ’ ατον / κλώθ’ ατον κούπα
Γιαβρί μ’, ας σα στομόχ̌ειλα σ’
για δὼμα έναν βούκαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
βούκανμπουκιά
βραδύν’βραδιάζει
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γομώνωγεμίζω
δὼμαδώσε μου
εγκαλιόποαγκαλίτσα
είμεςείμαστε
είν’(για πληθ.) είναι
εκουβάλεσακουβάλησα
θέκ’θέτω/ει, τοποθετώ/εί, βάζω/ει
κείταικείτεται, ξαπλώνει
κλέφτωκλέβω
κλώθ’κλώθω/ει, γυρνώ/άει
κούπαμε το πρόσωπο από κάτω, μπρούμυτα, σκυφτά, αντίστροφα, ανάποδα
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νύχτας(ον.πληθ.,τα) νύχτες
ογλήγοραγρήγορα
ομματόπαματάκια
όντεςόταν
οπίσ’πίσω
ρακανόπογήλοφος
ρούζωπέφτω, ρίπτω
στομόχ̌ειλατα χείλια του στόματος
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
φέγγονφεγγάρι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
βούκανμπουκιά
βραδύν’βραδιάζει
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γομώνωγεμίζω
δὼμαδώσε μου
εγκαλιόποαγκαλίτσα
είμεςείμαστε
είν’(για πληθ.) είναι
εκουβάλεσακουβάλησα
θέκ’θέτω/ει, τοποθετώ/εί, βάζω/ει
κείταικείτεται, ξαπλώνει
κλέφτωκλέβω
κλώθ’κλώθω/ει, γυρνώ/άει
κούπαμε το πρόσωπο από κάτω, μπρούμυτα, σκυφτά, αντίστροφα, ανάποδα
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νύχτας(ον.πληθ.,τα) νύχτες
ογλήγοραγρήγορα
ομματόπαματάκια
όντεςόταν
οπίσ’πίσω
ρακανόπογήλοφος
ρούζωπέφτω, ρίπτω
στομόχ̌ειλατα χείλια του στόματος
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
φέγγονφεγγάρι
Ο φέγγον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost