.
.
Η Μακεδονία έν’ ελληνικόν

Το Λιτοβόι, το Λιτοβόι

Το Λιτοβόι, το Λιτοβόι
fullscreen
Το Λιτοβόι, το Λιτοβόι¹
αναμεσά σ’ ορμία
Εκεί -ν- έντανε πολλά
τρανόν έχ̌’/έν’ ιστορία

[Όι, όι, όι] Τρανόν έν’ ιστορία
[Όι, όι, όι] Αναμεσά σ’ ορμία

Και σο βαθύν τ’ ορμίν απέσ’
σα μαύρα τα λιθάρα̤
Εκεί -ν- εσκοτώθανε
και πολλά παλληκάρα̤

[Όι, όι, όι] Και πολλά παλληκάρα̤
[Όι, όι, όι] Σα μαύρα τα λιθάρα̤

Σο Πάικον και σο ραχ̌ίν
απάν’ και σα τουβάρα̤
Εφέκαν τα στουδόπα τουν
ρωμαίικα παλληκάρα̤

[Όι, όι, όι] Ρωμαίικα παλληκάρα̤
[Όι, όι, όι] Απάν’ και σα τουβάρα̤

Τα χώματα σο Λιτοβόι
με αίμαν ποτισμένα
Ήμπι͜αν να χταλεύ’ς θα ’βρήκ’ς
στουδόπα θαμμένα

[Όι, όι, όι] Στουδόπα θαμμένα
[Όι, όι, όι] Με αίμαν ποτισμένα

Σο μεϊτάν’ ’δέν πα ’κ’ έτονε
όλ’ έσανε Ρωμαίοι
Για τ’ έναν ινάτ’ τρανόν
η Ελλάδα όλον κλαίει

[Όι, όι, όι] Η Ελλάδα όλον κλαίει
[Όι, όι, όι] Όλ’ έσανε Ρωμαίοι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αναμεσάανάμεσα
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
’βρήκ’ς(ευρήκ’ς) βρίσκεις
’δέντίποτα
έν’είναι
έντανεέγιναν
έσανεήταν
εσκοτώθανεσκοτώθηκαν
έτονεήταν
εφέκαναφήσαν
έχ̌’έχει
ήμπι͜ανόπου ἦν πη ἂν
ινάτ’γινάτι, πείσμα inat/ʿinād
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
λιθάρα̤λιθάρια, πέτρες
μεϊτάν’πλατεία, αλάνα meydan/meydān
όλ’όλοι/α
ορμίαρυάκια, ρεματιές
ορμίνρυάκι, ρεματιά
παπάλι, επίσης, ακόμα
παλληκάρα̤παλληκάρια παλληκάριον<πάλληξ, πάλλαξ
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
ρωμαίικα(τουρκ. Rumca) η γλώσσα των Ρωμιών, η ποντιακή γλώσσα, αυτά που είναι των Ρωμιών γενικά
Ρωμαίοιοι ορθόδοξοι χριστιανοί πολίτες επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
στουδόπα(υποκορ.) οστά, κοκκαλάκια ὀστοῦν~οστούδιον
τουβάρα̤τοίχοι duvar/dīvār
τουντους
χταλεύ’ςσκάβεις
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αναμεσάανάμεσα
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
’βρήκ’ς(ευρήκ’ς) βρίσκεις
’δέντίποτα
έν’είναι
έντανεέγιναν
έσανεήταν
εσκοτώθανεσκοτώθηκαν
έτονεήταν
εφέκαναφήσαν
έχ̌’έχει
ήμπι͜ανόπου ἦν πη ἂν
ινάτ’γινάτι, πείσμα inat/ʿinād
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
λιθάρα̤λιθάρια, πέτρες
μεϊτάν’πλατεία, αλάνα meydan/meydān
όλ’όλοι/α
ορμίαρυάκια, ρεματιές
ορμίνρυάκι, ρεματιά
παπάλι, επίσης, ακόμα
παλληκάρα̤παλληκάρια παλληκάριον<πάλληξ, πάλλαξ
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
ρωμαίικα(τουρκ. Rumca) η γλώσσα των Ρωμιών, η ποντιακή γλώσσα, αυτά που είναι των Ρωμιών γενικά
Ρωμαίοιοι ορθόδοξοι χριστιανοί πολίτες επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
στουδόπα(υποκορ.) οστά, κοκκαλάκια ὀστοῦν~οστούδιον
τουβάρα̤τοίχοι duvar/dīvār
τουντους
χταλεύ’ςσκάβεις
Το Λιτοβόι, το Λιτοβόι
Σημειώσεις
¹ Παλαιά ονομασία του χωριού Λεπτοκαρυά Γιαννιτσών.

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost