.
.
Αροθυμώ και τραγωδώ | Πόντος έν’ άστρον φωτεινόν

Αροθυμώ και τραγωδώ

Αροθυμώ και τραγωδώ
fullscreen
Αροθυμώ και τραγωδώ,
Κρώμ’, τα ψηλά ραχ̌ία σ’
Όθεν τ’ ελάτι͜α σκουντουλίζ’ν’
κι αντιβοούν τ’ ορμία σ’

Άμε, μάνα, σο χωρίον,
πούλτσον τη κυρού μ’ το βίον
Έπαρ’ κι έλα τα παράδες
θ’ αγοράζω ματαράδες
Ματαράδες, φιρφιλίτζ̌ι͜α
για τη χώρας τα κορίτσ̌ι͜α

Αδά πολλά σην ξενιτά̤ν
φαρμάκια καταπίνω
Θα έρχουμαι ας σο κρενίν
κρύον νερόν να πίνω

Άμε, μάνα, σο χωρίον,
πούλτσον τη κυρού μ’ το βίον
Έπαρ’ κι έλα τα παράδες
θ’ αγοράζω ματαράδες
Ματαράδες, φιρφιλίτζ̌ι͜α
για τη χώρας τα κορίτσ̌ι͜α

Αμάραντα χ̌ιλέμορφα
παντού θα αραεύω
Νόστιμα χαμοκέρασα
θα τρέχω να σερεύω

Άμε, μάνα, σο χωρίον,
πούλτσον τη κυρού μ’ το βίον
Έπαρ’ κι έλα τα παράδες
θ’ αγοράζω ματαράδες
Ματαράδες, φιρφιλίτζ̌ι͜α
για τη χώρας τα κορίτσ̌ι͜α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
αμάραντα(επιστ. Helichrysum stoechas) τα αγριολούλουδα ελίχρυσος ο πολύτιμος
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
αραεύωψάχνω, αναζητώ, γυρεύω aramak
αροθυμώνοσταλγώ
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
ελάτι͜αέλατα
έπαρ’(προστ.) πάρε
έρχουμαιέρχομαι
κρενίνξύλινος οχετός ύδατος, βρύση, κρήνη
κυρούπατέρα
ματαράδεςπράγματα ευτελούς αξίας madara<μαδαρός
ξενιτά̤νξενιτειά
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
ορμίαρυάκια, ρεματιές
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πούλτσον(προστ.) πούλησε
ραχ̌ίαράχες, βουνά
σερεύωμαζεύω, συγκεντρώνω σωρεύω
σκουντουλίζ’ν’ευωδιάζουν, μοσχοβολούν
τραγωδώτραγουδάω
φιρφιλίτζ̌ι͜αμπιχλιμπίδια πιθ. εκ του fırfırlı=δαντελωτό, που έχει σούρες
χώραςξένος/η/ο/οι γενικά, οι/το/τα μη οικείο/α, ξενιτειάς
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
αμάραντα(επιστ. Helichrysum stoechas) τα αγριολούλουδα ελίχρυσος ο πολύτιμος
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
αραεύωψάχνω, αναζητώ, γυρεύω aramak
αροθυμώνοσταλγώ
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
ελάτι͜αέλατα
έπαρ’(προστ.) πάρε
έρχουμαιέρχομαι
κρενίνξύλινος οχετός ύδατος, βρύση, κρήνη
κυρούπατέρα
ματαράδεςπράγματα ευτελούς αξίας madara<μαδαρός
ξενιτά̤νξενιτειά
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
ορμίαρυάκια, ρεματιές
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πούλτσον(προστ.) πούλησε
ραχ̌ίαράχες, βουνά
σερεύωμαζεύω, συγκεντρώνω σωρεύω
σκουντουλίζ’ν’ευωδιάζουν, μοσχοβολούν
τραγωδώτραγουδάω
φιρφιλίτζ̌ι͜αμπιχλιμπίδια πιθ. εκ του fırfırlı=δαντελωτό, που έχει σούρες
χώραςξένος/η/ο/οι γενικά, οι/το/τα μη οικείο/α, ξενιτειάς
Αροθυμώ και τραγωδώ

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost