.
.
Μνήμης εγκόλπιον

Επιτραπέζιο Ματσούκας

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Επιτραπέζιο Ματσούκας
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Αρνί μ’, τα μάγ’λα σ’ να φιλώ,
τα χ̌είλια σ’ να βουκούμαι
Σο μερακλίν τ’ εγκαλόπο σ’
να κείμαι και κοιμούμαι

Αΐκα μάγ’λα που φιλεί
πώς να μη λείχ̌’ τα χ̌είλια τ’;
Πώς να μη δάκ’ τη γλώσσαν ατ’
και ματών’ τα γριντζίλια τ’;

Τη Ματσούκας τα χώματα
όλα βαρυτοπίας¹
Συντέκ’σσα μ’, έλα μετ’ εμέν,
ποίσον την ανθρωπία σ’

Συντέκ’σσα μ’ Ματσουκάτ’σσα,
τα ψ̌όπα σ’ εχ̌ι͜ονάτ’σαν
Έπαρ’ ’τα κι άμε δέβα πλάν,
τ’ ομμάτι͜α μ’ ετσινάκ’σαν

Το σ̌ελεκόπο μ’ έν’ βαρύν
ας σην καγιάν εκάτσα
Εχολιάστα ας σοι Κρωμέτ’ς,
επέρα Ματσουκάτ’σσα

Συντέκ’σσα μ’ Ματσουκάτ’σσα,
τα ψ̌όπα σ’ εχ̌ι͜ονάτ’σαν
Έπαρ’ ’τα κι άμε δέβα πλάν,
τ’ ομμάτι͜α μ’ ετσινάκ’σαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αΐκατέτοια/ες
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
ανθρωπίαανθρωπιά
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
βαρυτοπίαςεύφορες γαίες
βουκούμαιβάζω μπουκιά στο στόμα, μπουκώνω
γριντζίλιαούλα
δάκ’δαγκώνω/ει
δέβα(προστ.) πήγαινε
εγκαλόποαγκαλιά, αγκαλίτσα
εκάτσακάθισα
έν’είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
επέραπήρα
ετσινάκ’σανέβγαλαν σπίθες, σπινθηροβόλισαν, μτφ. λαμποκόπησαν
εχ̌ι͜ονάτ’σανάσπρισαν (σαν το χιόνι), έλαμψαν από καθαρότητα
εχολιάσταθύμωσα, αγανάκτησα
καγιάνβραχώδη τόπο kaya
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
κοιμούμαικοιμάμαι
λείχ̌’γλείφω/ει λείχω
μάγ’λαμάγουλα magulum
Ματσουκάτ’σσααυτή που είναι από τη Ματσούκα
ματών’ματώνει
μερακλίνμερακλίδικο
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ομμάτι͜αμάτια
πλάνπλάι, πλαϊνό/ παρακείμενο μέρος, παραπέρα
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
σ̌ελεκόπο(υποκορ.) φορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο + -όπον
σοιστους/στις, τους/τις
συντέκ’σσαη ανάδοχος σε σχέση με τους γονείς του παιδιού συν+τέκνον
ψ̌όπαψυχούλες
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αΐκατέτοια/ες
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
ανθρωπίαανθρωπιά
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
βαρυτοπίαςεύφορες γαίες
βουκούμαιβάζω μπουκιά στο στόμα, μπουκώνω
γριντζίλιαούλα
δάκ’δαγκώνω/ει
δέβα(προστ.) πήγαινε
εγκαλόποαγκαλιά, αγκαλίτσα
εκάτσακάθισα
έν’είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
επέραπήρα
ετσινάκ’σανέβγαλαν σπίθες, σπινθηροβόλισαν, μτφ. λαμποκόπησαν
εχ̌ι͜ονάτ’σανάσπρισαν (σαν το χιόνι), έλαμψαν από καθαρότητα
εχολιάσταθύμωσα, αγανάκτησα
καγιάνβραχώδη τόπο kaya
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
κοιμούμαικοιμάμαι
λείχ̌’γλείφω/ει λείχω
μάγ’λαμάγουλα magulum
Ματσουκάτ’σσααυτή που είναι από τη Ματσούκα
ματών’ματώνει
μερακλίνμερακλίδικο
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ομμάτι͜αμάτια
πλάνπλάι, πλαϊνό/ παρακείμενο μέρος, παραπέρα
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
σ̌ελεκόπο(υποκορ.) φορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο + -όπον
σοιστους/στις, τους/τις
συντέκ’σσαη ανάδοχος σε σχέση με τους γονείς του παιδιού συν+τέκνον
ψ̌όπαψυχούλες
Επιτραπέζιο Ματσούκας
Σημειώσεις
¹ Ακούγεται να λέει πιθ. εκ παραδρομής «βαρυκοπίας»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost