.
.
Μνήμης εγκόλπιον

Επιτραπέζιο Γαλίαινας

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Επιτραπέζιο Γαλίαινας
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Σα ποδάρι͜α μ’ τα τσ̌άπουλας,
σα γόνατα μ’ τα μέστι͜α
Νασάν εκείνον που θα ’φτάει
μετ’ εσέν εμπονέστι͜α

Χάιτε ας πάμε θερίζομε
σα ψηλά τα ραχ̌ία
Μακρά-μακρά μη στέκομε,
τρώει μας αροθυμία

Τ’ ομάλια ετσ̌αΐρωσαν¹,
τα πρόατα μ’ θα βόσκουν
Λελεύω τα στομόχ̌ειλα σ’
ντ’ έμορφα γυροκλώσκουμ’

Σύρον απάν’ ι-σ’ το γεργάν’,
γιαβρί μ’, μη παίρ’ -τ- σε ο κρύον
Ελέπω τα δουλείας ι-σ’
και ’ίνουμαι θερίον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απάν’πάνω
αροθυμίανοσταλγία
βόσκουνβοσκάνε
γεργάν’πάπλωμα yorgan
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γυροκλώσκουμ’κλωθογύριζα
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
ελέπωβλέπω
έμορφαόμορφα
εμπονέστι͜ατελευταία μέρα πριν την έναρξη της Σαρακοστής, έθιμο της Αποκριάς κατά το οποίο γινόταν μεγάλο φαγοπότι εμβαίνω εις την νηστείαν
ετσ̌αΐρωσανχορτάριασαν çayır=λιβάδι
θερίζομεθερίζουμε
θερίονθηρίο
’ίνουμαιγίνομαι
λελεύωχαίρομαι
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μέστι͜αείδος δερμάτινων ευκολοφόρετων παπουτσιών χωρίς τακούνι, με μαλακή και εύκαμπτη σόλα, γνωστά για το απλό σχεδιασμό τους mest/mesḥ
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νασάνχαρά σε
ομάλιαομαλοί δρόμοι, ευθείες, πεδιάδες, ομαλά (επίρρ)
παίρ’παίρνω/ει
ποδάρι͜απόδια
πρόαταπρόβατα
ραχ̌ίαράχες, βουνά
στέκομεστέκουμε
στομόχ̌ειλατα χείλια του στόματος
σύρον(προστ.) σύρε, τράβα, ρίξε
τσ̌άπουλαςανδρικά υποδήματα çapul
’φτάει(ευτάει) κάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
χάιτεάντε haydi<hay de (οθωμ.)
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απάν’πάνω
αροθυμίανοσταλγία
βόσκουνβοσκάνε
γεργάν’πάπλωμα yorgan
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γυροκλώσκουμ’κλωθογύριζα
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
ελέπωβλέπω
έμορφαόμορφα
εμπονέστι͜ατελευταία μέρα πριν την έναρξη της Σαρακοστής, έθιμο της Αποκριάς κατά το οποίο γινόταν μεγάλο φαγοπότι εμβαίνω εις την νηστείαν
ετσ̌αΐρωσανχορτάριασαν çayır=λιβάδι
θερίζομεθερίζουμε
θερίονθηρίο
’ίνουμαιγίνομαι
λελεύωχαίρομαι
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μέστι͜αείδος δερμάτινων ευκολοφόρετων παπουτσιών χωρίς τακούνι, με μαλακή και εύκαμπτη σόλα, γνωστά για το απλό σχεδιασμό τους mest/mesḥ
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νασάνχαρά σε
ομάλιαομαλοί δρόμοι, ευθείες, πεδιάδες, ομαλά (επίρρ)
παίρ’παίρνω/ει
ποδάρι͜απόδια
πρόαταπρόβατα
ραχ̌ίαράχες, βουνά
στέκομεστέκουμε
στομόχ̌ειλατα χείλια του στόματος
σύρον(προστ.) σύρε, τράβα, ρίξε
τσ̌άπουλαςανδρικά υποδήματα çapul
’φτάει(ευτάει) κάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
χάιτεάντε haydi<hay de (οθωμ.)
Επιτραπέζιο Γαλίαινας
Σημειώσεις
¹ Ακούγεται εκ παραδρομής να τραγουδάει «Τ’ ομμάτι͜α μ’ ετσ̌αΐρωσαν»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost