.
.
Εγώ όντες τραγωδώ, πονώ

Ρακίν εμέν μη δί’τε με

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ρακίν εμέν μη δί’τε με
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ρακίν εμέν μη δί’τε με,
εγώ όντες πίνω κλαίω
[Ντό να ’ίνουμαι;/Βάι ν’ αηλί εμέν!]
Εγώ όντες τραγωδώ πονώ
και μοιρολόγια λέω
[Ντό να ’ίνουμαι;/Βάι ν’ αηλί εμέν!]

Θα ’κχ̌ύνω δά̤κρυ͜α θλιβερά
τα φύλλα να μαραίν’νταν
[Ντό να ’ίνουμαι;/Βάι ν’ αηλί εμέν!]
Και τα κλαδία τη δεντρού
κι εκείνα να ξεραίν’νταν
[Ντό να ’ίνουμαι;/Βάι ν’ αηλί εμέν!]

Θεέ μ’, άλλο μη βρέ͜εις εσύ,
θα σ̌κίουν τα λιθάρι͜α
[Ντό να ’ίνουμαι;/Βάι ν’ αηλί εμέν!]
Τ’ εμά τα δά̤κρυ͜α μοναχόν
κανείνταν τα χορτάρι͜α
[Ντό να ’ίνουμαι;/Βάι ν’ αηλί εμέν!]

Τα τερτόπα μ’ αν λέγ’ ατα
τα καρδίας μαραίνω
[Ντό να ’ίνουμαι;/Βάι ν’ αηλί εμέν!]
Αποχλοΐζω τα ραχ̌ι͜ά
και τα δεντρά ξεραίνω
[Ντό να ’ίνουμαι;/Βάι ν’ αηλί εμέν!]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αποχλοΐζωκάνω κάτι να χάσει την χλόη του, χάνω τη χλόη μτφ. ξεθωριάζω, χάνω το χρώμα μου
ατααυτά
βρέ͜ειςβρέχεις
δεντρούδέντρου
δί’τεδίνετε
εμάδικά μου
’ίνουμαιγίνομαι
κανείντανείναι αρκετά, επαρκούν για κτ ἱκανόω
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
’κχ̌ύνωεκχύνω, χύνω, εκβάλλω εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
λιθάρι͜αλιθάρια, πέτρες
μαραίν’ντανμαραίνονται
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ξεραίν’ντανξεραίνονται
όντεςόταν
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
σ̌κίουνσκίζονται
τερτόπα(υποκορ.) καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τραγωδώτραγουδάω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αποχλοΐζωκάνω κάτι να χάσει την χλόη του, χάνω τη χλόη μτφ. ξεθωριάζω, χάνω το χρώμα μου
ατααυτά
βρέ͜ειςβρέχεις
δεντρούδέντρου
δί’τεδίνετε
εμάδικά μου
’ίνουμαιγίνομαι
κανείντανείναι αρκετά, επαρκούν για κτ ἱκανόω
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
’κχ̌ύνωεκχύνω, χύνω, εκβάλλω εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
λιθάρι͜αλιθάρια, πέτρες
μαραίν’ντανμαραίνονται
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ξεραίν’ντανξεραίνονται
όντεςόταν
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
σ̌κίουνσκίζονται
τερτόπα(υποκορ.) καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τραγωδώτραγουδάω
Ρακίν εμέν μη δί’τε με

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost