.
.
14 Ποντιακές Επιτυχίες

Κάποτε εγάπεσα

Κάποτε εγάπεσα
fullscreen
Είναν έμορφον κουτσ̌ήν,
έμορφον άμον κουκλίν
κάποτε εγάπεσα,
εύκαιρα επάτεσα

Τα χρόνα̤ μ’ τα παιδικά
έφαγα ’τα άν’ και κα’
Κι ό,τι είχα έχασα
για τέρεν που έφτασα

Μέρα νύχτα έτρεχα
και σα στράτας ευρέθα
Ετυρά̤ννιζα την ψ̌η μ’,
το μυαλό μ’ και το κορμί μ’

Τ’ ομμάτα̤ μ’ ετσούπωνα
για τ’ ατέν εβούρκωνα
Και τον πόνο μ’ έλεγα
ας σο ζόρι μ’ έκλαιγα

Εκοιμούμ’νε ελαφρά
κι έλεπ’ ατεν καθαρά
Σε λαγκάδα̤ και βουνά
επορπάτ’ναμ’ γιαν-γιανά

Μ’ όνειρα επεράναμ’
μέχρι το ξημέρωμαν
Κι όντες έρχουτον το φως
επεμείν’να μοναχός

Έτονε χαΐναινα
τσ̌άπαν επερίμενα
Έτρωεν τ’ εμόν την ψ̌ην
κι έλιωνα άμον κερίν

Έπα και ξενύχτησα,
έφυεν κι ησύχασα
Μ’ έναν άλλον έντρισεν,
τη ζωήν ατ’ς έχτισεν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
άν’άνω, πάνω, άνωθεν
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατέναυτήν
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
γιαν-γιανάπλάι-πλάι, ο ένας δίπλα στον άλλον yan yana
εγάπεσααγάπησα
είνανέναν, μία
εκοιμούμ’νεκοιμόμουν
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφονόμορφο
έντρισενπαντρεύτηκε, βρήκε άντρα (για γυναίκα)
έπαήπια
επάτεσαπάτησα
έρχουτονερχόταν
έτονεήταν
έτρωενέτρωγε
εύκαιραάδεια, χωρίς περιεχόμενο/νόημα, ανούσια, μτφ. ανοησίες, (ουσ. τα) τα μαλακά μέρη της κοιλίας, βουβώνας
ευρέθαβρέθηκα
έφυενέφυγε
κα’κάτω
κουτσ̌ήνκόρη
λαγκάδα̤λαγκάδια
ομμάτα̤μάτια
όντεςόταν
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τσ̌άπαντζάμπα, δωρεάν, μάταια caba/cabāˀ
χαΐναινασκληρόκαρδη, άπονη, άγρια hain/ḫāʾin
χρόνα̤χρόνια
ψ̌ηψυχή
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
άν’άνω, πάνω, άνωθεν
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατέναυτήν
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
γιαν-γιανάπλάι-πλάι, ο ένας δίπλα στον άλλον yan yana
εγάπεσααγάπησα
είνανέναν, μία
εκοιμούμ’νεκοιμόμουν
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφονόμορφο
έντρισενπαντρεύτηκε, βρήκε άντρα (για γυναίκα)
έπαήπια
επάτεσαπάτησα
έρχουτονερχόταν
έτονεήταν
έτρωενέτρωγε
εύκαιραάδεια, χωρίς περιεχόμενο/νόημα, ανούσια, μτφ. ανοησίες, (ουσ. τα) τα μαλακά μέρη της κοιλίας, βουβώνας
ευρέθαβρέθηκα
έφυενέφυγε
κα’κάτω
κουτσ̌ήνκόρη
λαγκάδα̤λαγκάδια
ομμάτα̤μάτια
όντεςόταν
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τσ̌άπαντζάμπα, δωρεάν, μάταια caba/cabāˀ
χαΐναινασκληρόκαρδη, άπονη, άγρια hain/ḫāʾin
χρόνα̤χρόνια
ψ̌ηψυχή
ψ̌ηνψυχή
Κάποτε εγάπεσα
Σημειώσεις
Το παρών τραγούδι περιέχει πολλές λέξεις ή εκφράσεις από τη νεοελληνική γλώσσα, ενσωματωμένες στην ποντιακή διάλεκτο

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost