.
.
Δέβα, πουλόπο μ’, σο καλόν

Δέβα, πουλόπο μ’, σο καλόν

Δέβα, πουλόπο μ’, σο καλόν
fullscreen
Δέβα, πουλόπο μ’, σο καλόν
και πάντα να έ͜εις την υεία σ’
Χαλάλ’ για τ’ εσέν ντ’ έσυρα
ατόσα καριπίας

Εγώ για τ’ εσέν, πουλόπο μ’,
τα παλαλά ντ’ εποίν’να
Ν’ αηλί ο έρμον, ’κ’ έξερα
τα δά̤κρυ͜α ντο θα εκχ̌ύνα

Μα τον Θεόν ομνύσκουμαι¹,
κακίαν ’κι κρατώ σε
Χ̌αίρουμαι ντ’ έφυες μακρά
και ξάι ’κι αροθυμώ σε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αροθυμώνοσταλγώ
δέβα(προστ.) πήγαινε
έ͜ειςέχεις
εκχ̌ύναεξέχυνα, έχυνα, εξέβαλλα εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
έξεραήξερα
εποίν’ναέκανα, έφτιαχνα ποιέω-ῶ
έσυραέσυρα, τράβηξα, έριξα
έφυεςέφυγες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καριπίαςμοναξιές garip/ġarīb
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ξάικαθόλου
παλαλάτρελά, τρέλες
πουλόποπουλάκι
υείαυγεία
χ̌αίρουμαιχαίρομαι
χαλάλ’κάτι που θυσιάζεται, προσφέρεται, ξοδεύεται με ευχαρίστηση, αν και είναι πολύτιμο ή κοστίζει πολλά helal/ḥalāl
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αροθυμώνοσταλγώ
δέβα(προστ.) πήγαινε
έ͜ειςέχεις
εκχ̌ύναεξέχυνα, έχυνα, εξέβαλλα εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
έξεραήξερα
εποίν’ναέκανα, έφτιαχνα ποιέω-ῶ
έσυραέσυρα, τράβηξα, έριξα
έφυεςέφυγες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καριπίαςμοναξιές garip/ġarīb
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ξάικαθόλου
παλαλάτρελά, τρέλες
πουλόποπουλάκι
υείαυγεία
χ̌αίρουμαιχαίρομαι
χαλάλ’κάτι που θυσιάζεται, προσφέρεται, ξοδεύεται με ευχαρίστηση, αν και είναι πολύτιμο ή κοστίζει πολλά helal/ḥalāl
Δέβα, πουλόπο μ’, σο καλόν
Σημειώσεις
¹ Αδόκιμος και καταχρηστικός τύπος του «ομνύω».

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost