.
.
Συναπάντεμαν

Μανίτσα μ’

Μανίτσα μ’
fullscreen
Τ’ ομμάτι͜α πρωτανοίγουνταν,
το φως αποθολούται
Με τη μάνας το πρόσωπον
καρδι͜ά και ψ̌η γομούται

Μανίτσα μ’, έχω σε σο νου μ’,
Αχ! πυκνά αροθυμώ σε
Απλώνω το χ̌ερόπο μου, μάνα μου γλυκιά,
και εθαρρώ κρατώ/φιλώ σε

Μάνα, ο κόσμον έν’ τ’ εσόν,
απάν’ σ’ ωμία σ’ κείται
Μετ’ εσέν έρ’ται η ζωή
και μετ’ εσέν τελείται

Μανίτσα μ’, έχω σε σο νου μ’,
Αχ! πυκνά αροθυμώ σε
Απλώνω το χ̌ερόπο μου, μάνα μου γλυκιά,
και εθαρρώ κρατώ/φιλώ σε

Παιδία μάναν π’ έχασαν
είν’ πάντα διψασμένα
Άμον πελίτι͜α σο ραχ̌ίν
με φύλλα μαραμένα

Μανίτσα μ’, έχω σε σο νου μ’,
Αχ! πυκνά αροθυμώ σε
Απλώνω το χ̌ερόπο μου, μάνα μου γλυκιά,
και εθαρρώ κρατώ/φιλώ σε

Έκιτι μάνα! Έικιτι

Σα υστερνά τ’ ο άνθρωπον
όντες το φως τελείται
«Μανίτσα μ’», λέει, «έρχομαι!
Ντο έζησα κανείται!»

Μανίτσα μ’, έχω σε σο νου μ’,
Αχ! πυκνά αροθυμώ σε
Απλώνω το χ̌ερόπο μου, μάνα μου γλυκιά,
και εθαρρώ κρατώ/φιλώ σε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αροθυμώνοσταλγώ
γομούταιγεμίζει, βουρκώνει, κομπιάζει
εθαρρώθαρρώ, νομίζω, υποθέτω
έικιτιέκφραση αναπόλησης που υποδηλώνει νοσταλγία για κάτι παρελθοντικό ή εκδήλωση συμπόνοιας για κάποιον hey gidi
είν’(για πληθ.) είναι
έκιτιέκφραση αναπόλησης που υποδηλώνει νοσταλγία για κάτι παρελθοντικό hey gidi
έν’είναι
έρ’ταιέρχεται
εσόνδικός/ή/ό σου
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
κείταικείτεται, ξαπλώνει
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ομμάτι͜αμάτια
όντεςόταν
παιδίαπαιδιά
πελίτι͜αδρύες pelit/bellūṭ
πυκνάπυκνά, συχνά
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
τελείται(αμτβ.) τελειώνει, εξαντλείται, μτφ. πεθαίνει
υστερνάκατοπινά, τελευταία
χ̌ερόποχεράκι
ψ̌ηψυχή
ωμίαώμοι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αροθυμώνοσταλγώ
γομούταιγεμίζει, βουρκώνει, κομπιάζει
εθαρρώθαρρώ, νομίζω, υποθέτω
έικιτιέκφραση αναπόλησης που υποδηλώνει νοσταλγία για κάτι παρελθοντικό ή εκδήλωση συμπόνοιας για κάποιον hey gidi
είν’(για πληθ.) είναι
έκιτιέκφραση αναπόλησης που υποδηλώνει νοσταλγία για κάτι παρελθοντικό hey gidi
έν’είναι
έρ’ταιέρχεται
εσόνδικός/ή/ό σου
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
κείταικείτεται, ξαπλώνει
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ομμάτι͜αμάτια
όντεςόταν
παιδίαπαιδιά
πελίτι͜αδρύες pelit/bellūṭ
πυκνάπυκνά, συχνά
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
τελείται(αμτβ.) τελειώνει, εξαντλείται, μτφ. πεθαίνει
υστερνάκατοπινά, τελευταία
χ̌ερόποχεράκι
ψ̌ηψυχή
ωμίαώμοι
Μανίτσα μ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost