.
.
Υπερατλαντικός ποντιακός σεισμός με 13 λυρ-ρίχτερ!

Χ̌ίλι͜α πόνι͜α

Χ̌ίλι͜α πόνι͜α
fullscreen
Ποίος εμέναν έτσ̌ουξεν
εσύ πα να λυπάς με;
Είνας Θεόν ’ξέρ’ μαναχόν
ακόμαν ντό θα ’φτάς με

Εγώ είμαι ας σην Χαμουρή¹,
έναν παλαλωμένον
Τρώγω, πίνω και λάσκουμαι
άμον σ̌ασ̌ιρεμένον

Ποίος εμέν επόνεσεν
εσύ πα να πονείς με;
Χ̌ίλια πόνια εδέκες με,
χ̌ίλια κι άλλο θα δί’ς με

Εγώ είμαι ας σο Σταρι-Κριμ²
εσύ απ’ αλλού χωρίον
Το κρεβατόπο μ’ έν’ μικρόν,
έλα αδά ολίγον

Τα τσ̌αναβάρι͜α άμον εσέν
καίγ’νε τα ξένα ψ̌ήα
Οι παλαλοί άμον εμέν
γομών’νε τα ταφία

Εγώ είμαι ας σ’ Αγιο-Λουκά³
έναν παλαλωμένον
Καλά ’ποίκα κι εγάπεσα
έναν σημαδεμένον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
γομών’νεγεμίζουν, μτφ. κομπιάζουν
δί’ςδίνεις
εγάπεσααγάπησα
εδέκεςέδωσες
είναςένας/μία
έν’είναι
επόνεσενπόνεσε
έτσ̌ουξενέτσουξε, λυπήθηκε, συμπόνεσε σίζω
καίγ’νεκαίνε
κρεβατόποκρεβατάκι
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
ολίγονλίγο
παπάλι, επίσης, ακόμα
παλαλοίτρελοί
παλαλωμένοντρελαμένο
’ποίκα(εποίκα) έκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
πόνια(ονομ.) πόνοι, (αιτ.) πόνους
σ̌ασ̌ιρεμένονσαστισμένο, που τα έχει χαμένα şaşırmak
σημαδεμένοναρραβωνιασμένο/η
ταφίατάφοι, το νεκροταφείο
τσ̌αναβάρι͜αθηρία, τέρατα, μτφ. παλληκάρια canavar/cānāver
’φτάς(ευτάς) κάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
γομών’νεγεμίζουν, μτφ. κομπιάζουν
δί’ςδίνεις
εγάπεσααγάπησα
εδέκεςέδωσες
είναςένας/μία
έν’είναι
επόνεσενπόνεσε
έτσ̌ουξενέτσουξε, λυπήθηκε, συμπόνεσε σίζω
καίγ’νεκαίνε
κρεβατόποκρεβατάκι
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
ολίγονλίγο
παπάλι, επίσης, ακόμα
παλαλοίτρελοί
παλαλωμένοντρελαμένο
’ποίκα(εποίκα) έκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
πόνια(ονομ.) πόνοι, (αιτ.) πόνους
σ̌ασ̌ιρεμένονσαστισμένο, που τα έχει χαμένα şaşırmak
σημαδεμένοναρραβωνιασμένο/η
ταφίατάφοι, το νεκροταφείο
τσ̌αναβάρι͜αθηρία, τέρατα, μτφ. παλληκάρια canavar/cānāver
’φτάς(ευτάς) κάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
Χ̌ίλι͜α πόνι͜α
Σημειώσεις
¹ Χαμουρή: Χωριός της επαρχίας Ροδοπόλεως του Πόντου
² (Ουκρ. Старий Крим=Παλιά Κριμαία) Χωριό της Κριμαίας
³ Άγιος Λουκάς Πέλλας

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost