.
.
Υπερατλαντικός ποντιακός σεισμός με 13 λυρ-ρίχτερ!

Έλα ας τερούμε ντο ’ίνεται

Έλα ας τερούμε ντο ’ίνεται
fullscreen
Γεια σου, Σταύρη, με τα παλαλά τα τοξαρέας ι-σ’!

Απόψ’ είδα έναν όραμαν
κι εχ̌αίρουτον το ψ̌όπο μ’
Έρθες και -ν- εψαλάφεσες
τόπον σο κρεβατόπο μ’

Εγνέφ’σα, κανείς ’κ’ έτονε,
ν’ αηλί τ’ εμόν το χάλι!
Ντό να ελέπω ο άχαρον;
μονόν το μαξιλάρι μ’!

Έσυρα το μαχάν’ σ’ ωμίν
να κρούγω το πορτόπο σ’
Κανείς πα μ’ εγροικούν ατο
και ρούζω σ’ εγκαλιόπο σ’

Έλα ας τερούμ’ ντο ’ίνεται,
εσέν να ποδεδίζω!
Επατέψεν και η σεβντά
το ψ̌όπο μ’ τυραννίζω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εγνέφ’σαξύπνησα
εγροικούνκαταλαβαίνουν
ελέπωβλέπω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
επατέψενβυθίστηκε, βούλιαξε, μτφ. έδυσε, μτφ. κατέρρευσε, μτφ. χρεωκόπησε batmak
έρθεςήρθες
έσυραέσυρα, τράβηξα, έριξα
έτονεήταν
εχ̌αίρουτονχαιρόταν
εψαλάφεσεςζήτησες, αιτήθηκες
’ίνεταιγίνεται
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κρεβατόποκρεβατάκι
κρούγωχτυπώ κρούω
μαχάν’το φυσερό του σιδηρουργού και του γανωτή mahan/muhan
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
όραμανόνειρο
παπάλι, επίσης, ακόμα
παλαλάτρελά, τρέλες
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πορτόποπορτούλα, πορτάκι porta
ρούζωπέφτω, ρίπτω
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
τερούμ’κοιτάμε
τοξαρέαςδοξαριές
ψ̌όποψυχούλα
ωμίνώμος
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εγνέφ’σαξύπνησα
εγροικούνκαταλαβαίνουν
ελέπωβλέπω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
επατέψενβυθίστηκε, βούλιαξε, μτφ. έδυσε, μτφ. κατέρρευσε, μτφ. χρεωκόπησε batmak
έρθεςήρθες
έσυραέσυρα, τράβηξα, έριξα
έτονεήταν
εχ̌αίρουτονχαιρόταν
εψαλάφεσεςζήτησες, αιτήθηκες
’ίνεταιγίνεται
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κρεβατόποκρεβατάκι
κρούγωχτυπώ κρούω
μαχάν’το φυσερό του σιδηρουργού και του γανωτή mahan/muhan
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
όραμανόνειρο
παπάλι, επίσης, ακόμα
παλαλάτρελά, τρέλες
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πορτόποπορτούλα, πορτάκι porta
ρούζωπέφτω, ρίπτω
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
τερούμ’κοιτάμε
τοξαρέαςδοξαριές
ψ̌όποψυχούλα
ωμίνώμος
Έλα ας τερούμε ντο ’ίνεται

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost