.
.
Τον Πόντον εροθύμεσα | Σύλλογος Ποντίων Ελευθερίου-Κορδελιού

Τα φύλλα ρούζ’νε κίτρινα

Στιχουργοί: Πόλυς Παυλίδης
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Τα φύλλα ρούζ’νε κίτρινα
Στιχουργοί: Πόλυς Παυλίδης
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Τα φύλλα ρούζ’νε κίτρινα
μοθοπωρί’ σο χώμαν
Ο χ̌ι͜ουμωγκόν εσούμωσεν
κι εσύ ’κ’ έρθες ακόμαν

Αρνόπο μ’, γάλι͜α-γάλι͜α
κατήβα ας σα παρχάρι͜α
Κανείται ντ’ επορπάτεσες
ξυπόλ’τον σα χορτάρι͜α

Αρνί μ’, κατήβα ας σο παρχάρ’
προτού τσ̌οκεύ’ το χ̌ι͜όνι
Πολλά ’κι πάει, πουλόπο μου,
Καλανταρί’ σουμώνει

Αρνόπο μ’, γάλι͜α-γάλι͜α
κατήβα ας σα παρχάρι͜α
Κανείται ντ’ επορπάτεσες
ξυπόλ’τον σα χορτάρι͜α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
γάλι͜ασιγά, αργά αγαληνός < γαληνός
γάλι͜α-γάλι͜ααγάλι-αγάλι, σιγά-σιγά, σταδιακά αγάλι<αγαληνός <γαληνός
επορπάτεσεςπερπάτησες
έρθεςήρθες
εσούμωσενσίμωσε, πλησίασε, κόντεψε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
Καλανταρί’(γεν.) Γενάρη
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
κατήβα(προστ.) κατέβα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μοθοπωρί’φθινόπωρο καιρό
ξυπόλ’τονξυπόλητο/η
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουλόποπουλάκι
ρούζ’νεπέφτουν
σουμώνεισιμώνει, πλησιάζει, κοντεύει
τσ̌οκεύ’καταπίπτει, επικάθεται, κλίνει υπό το βάρος çökmek
χ̌ι͜ουμωγκόν(ον.εν.) χειμώνας, (αιτ.εν.) χειμώνα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
γάλι͜ασιγά, αργά αγαληνός < γαληνός
γάλι͜α-γάλι͜ααγάλι-αγάλι, σιγά-σιγά, σταδιακά αγάλι<αγαληνός <γαληνός
επορπάτεσεςπερπάτησες
έρθεςήρθες
εσούμωσενσίμωσε, πλησίασε, κόντεψε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
Καλανταρί’(γεν.) Γενάρη
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
κατήβα(προστ.) κατέβα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μοθοπωρί’φθινόπωρο καιρό
ξυπόλ’τονξυπόλητο/η
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πουλόποπουλάκι
ρούζ’νεπέφτουν
σουμώνεισιμώνει, πλησιάζει, κοντεύει
τσ̌οκεύ’καταπίπτει, επικάθεται, κλίνει υπό το βάρος çökmek
χ̌ι͜ουμωγκόν(ον.εν.) χειμώνας, (αιτ.εν.) χειμώνα
Τα φύλλα ρούζ’νε κίτρινα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost