.
.
fullscreen
Οφέτος και τα Κάλαντα
θ’ ευτάμε Μωμοέρι͜α
Νασάν εκείνον που θα ζει
σ’ άλλα τα καλοκαίρι͜α

Τα Κάλαντα οι Μωμοέρ’,
τα Φώτα οι ποπάδες
Ν’ αηλί τη μαυρομάναν ατ’
π’ έχ̌’ έμορφους νυφάδες

Οι Κοτσ̌αμάν’ εξέβανε 
τα Φώτα τ’ Αγιαννί’
Ν’ αηλί τη μαυρομάναν ατ’
εμάς που ’κι θ’ ανοί͜ει

Μωμόερος θα ’ίνουμαι,
πασ̌κεί πάντα θα είμαι;
Θ’ εβγάλω τα λωμόπα μου
σ’ εγκαλιόπο σ’ θα κείμαι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
Αγιαννί’Αγιαννιού
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ανοί͜ειανοίγει
εβγάλωβγάλω
εγκαλιόποαγκαλίτσα
έμορφουςόμορφους/ες
εξέβανεβγήκαν
ευτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
έχ̌’έχει
’ίνουμαιγίνομαι
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
Κοτσ̌αμάν’(κυρ.) τεράστιοι, μεγαλόσωμοι, (έθιμο, μωμόγεροι ή μωμόεροι) άνδρες που συμμετέχουν στο λαϊκό δρώμενο το οποίο λαμβάνει χώρα το 12ήμερο Χριστούγεννα - Πρωτοχρονιά - Θεοφάνια με ευχετηριακό χαρακτήρα kocaman
λωμόπαρούχα, ρουχαλάκια λῶμα/λωμάτιον
μωμοέρ’(γνωστό και ως μωμόγεροι ή μωμόεροι) λαϊκό δρώμενο το οποίο λαμβάνει χώρα το 12ήμερο Χριστούγεννα - Πρωτοχρονιά - Θεοφάνια με ευχετηριακό χαρακτήρα μῶμος + γέρων ή εκ του μαμουγέρα (μάσκα, προσωπίδα)<λατ. Mamuralia<Mamurius
μωμοέρι͜α(γνωστό και ως μωμόγεροι ή μωμόεροι) λαϊκό δρώμενο το οποίο λαμβάνει χώρα το 12ήμερο Χριστούγεννα - Πρωτοχρονιά - Θεοφάνια με ευχετηριακό χαρακτήρα μῶμος + γέρων ή εκ του μαμουγέρα (μάσκα, προσωπίδα)<λατ. Mamuralia<Mamurius
μωμόερος(ή μωμόγερος) αυτός που συμμετέχει στα μωμοέρια, λαϊκό δρώμενο το οποίο λαμβάνει χώρα το 12ήμερο Χριστούγεννα - Πρωτοχρονιά - Θεοφάνια με ευχετηριακό χαρακτήρα μῶμος + γέρων ή εκ του μαμουγέρα (μάσκα, προσωπίδα)<λατ. Mamuralia<Mamurius
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νασάνχαρά σε
νυφάδεςνύφες
οφέτοςφέτος
πασ̌κείμπας και είναι, μήπως είναι πᾶς καί ἔνι
ποπάδεςπαπάδες
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
Αγιαννί’Αγιαννιού
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ανοί͜ειανοίγει
εβγάλωβγάλω
εγκαλιόποαγκαλίτσα
έμορφουςόμορφους/ες
εξέβανεβγήκαν
ευτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
έχ̌’έχει
’ίνουμαιγίνομαι
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
Κοτσ̌αμάν’(κυρ.) τεράστιοι, μεγαλόσωμοι, (έθιμο, μωμόγεροι ή μωμόεροι) άνδρες που συμμετέχουν στο λαϊκό δρώμενο το οποίο λαμβάνει χώρα το 12ήμερο Χριστούγεννα - Πρωτοχρονιά - Θεοφάνια με ευχετηριακό χαρακτήρα kocaman
λωμόπαρούχα, ρουχαλάκια λῶμα/λωμάτιον
μωμοέρ’(γνωστό και ως μωμόγεροι ή μωμόεροι) λαϊκό δρώμενο το οποίο λαμβάνει χώρα το 12ήμερο Χριστούγεννα - Πρωτοχρονιά - Θεοφάνια με ευχετηριακό χαρακτήρα μῶμος + γέρων ή εκ του μαμουγέρα (μάσκα, προσωπίδα)<λατ. Mamuralia<Mamurius
μωμοέρι͜α(γνωστό και ως μωμόγεροι ή μωμόεροι) λαϊκό δρώμενο το οποίο λαμβάνει χώρα το 12ήμερο Χριστούγεννα - Πρωτοχρονιά - Θεοφάνια με ευχετηριακό χαρακτήρα μῶμος + γέρων ή εκ του μαμουγέρα (μάσκα, προσωπίδα)<λατ. Mamuralia<Mamurius
μωμόερος(ή μωμόγερος) αυτός που συμμετέχει στα μωμοέρια, λαϊκό δρώμενο το οποίο λαμβάνει χώρα το 12ήμερο Χριστούγεννα - Πρωτοχρονιά - Θεοφάνια με ευχετηριακό χαρακτήρα μῶμος + γέρων ή εκ του μαμουγέρα (μάσκα, προσωπίδα)<λατ. Mamuralia<Mamurius
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νασάνχαρά σε
νυφάδεςνύφες
οφέτοςφέτος
πασ̌κείμπας και είναι, μήπως είναι πᾶς καί ἔνι
ποπάδεςπαπάδες
Μωμοέρι͜α
Σημειώσεις
Σολίστ: Γιώργος Ποζουκίδης

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost